περιοικοδομέω
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
English (LSJ)
A build round, αἱμασιάν D.55.11; θριγκούς Poll.7.120:—Med., π. τεῖχος Id.1.160.
II enclose by building round, τὸ χωρίον D.55.3; ὑμᾶς ib.29; αὐλήν UPZ10.16 (ii B.C.):—Pass., to be built up, walled in, ἐν τῷ ἱερῷ Th.3.81; περιῳκοδομημένα [θηρία] X.Cyr.1.4.11; τὸ περιοικοδομημένον space built round, enclosure, Hdt.7.60.
German (Pape)
[Seite 584] ringsherum bauen; αἱμασιάν, Dem. 55, 11; umbauen, einschließen, τὸ χωρίον, 55, 3; τὸ περιοικοδομημένον, Her. 7, 60; im aor. pass., Thuc. 3, 81; Xen. Cyr. 1, 4, 11; Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
περιοικοδομῶ :
bâtir ou construire autour ; enfermer, acc. ; Pass. être enfermé.
Étymologie: περί, οἰκοδομέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-οικοδομέω, Ion. ptc. perf. med.-pass. περιοικοδομημένος, eromheen bouwen:; αἱμασίαν... περιῳκοδόμησεν hij bouwde er een muur van gedroogde stenen omheen Dem. 55.11; ommuren:; τὸ χωρίον π. het gebied ommuren Dem. 55.8; pass..; περιοικοδομηθέντες ἐν τοῦ Διονύσου τῷ ἱερῷ ingemetseld in de tempel van Dionysus Thuc. 3.81.5; subst. ptc. perf.. τὸ περιοικοδομημένον omsloten ruimte Hdt. 7.60.3.
Russian (Dvoretsky)
περιοικοδομέω:
1 строить вокруг (αἱμασιάν Dem.);
2 обносить, обстраивать, огораживать, заключать (τὸ χωρίον Dem.): περιῳκοδομημένα θηρία Xen. животные в огороженном месте.
Greek Monotonic
περιοικοδομέω: μέλ. -ήσω,
I. οικοδομώ ολόγυρα, σε Δημ.
II. περικλείω οικοδομώντας ολόγυρα, στον ίδ. — Παθ., οικοδομούμαι, περιτειχίζομαι, σε Θουκ., Ξεν.· τὸ περιοικοδομημένον, τόπος περικεκλεισμένος, χώρος περίφρακτος, Λατ. ovile, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
περιοικοδομέω: οἰκοδομῶ ὁλόγυρα, αἱμασιὰν Δημ. 1274, ἐν τέλ.· θριγκοὺς Πολυδ. Ζ΄, 120. - Μέσ., π. τεῖχος ὁ αὐτ. 1. 160. ΙΙ. περικλείω οἰκοδομῶν πέριξ, τὸ χωρίον Δημ. 1272. 17· ὑμᾶς ὁ αὐτ. 1280. 5. - Παθ., περιοικοδομοῦμαι, περικλείομαι διὰ τοίχου, ἐν τῷ ἱερῷ Θουκ. 3. 81· περιῳκοδομημένα θηρία Ξεν. Κύρ. 1. 4, 11· τὸ περιοικοδομημένον, ὁ τόπος ὁ διὰ τοίχου περικεκλεισμένος, Λατ. ovile, Ἡρόδ. 7. 60.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to build round, Dem.
II. to enclose by building round, Dem.:—Pass. to be built up, walled in, Thuc., Xen.; τὸ περιοικοδομημένον the space built round, the enclosure, Lat. ovile, Hdt.
Lexicon Thucydideum
circumsaepi, to fence around, 3.81.5.