ἄκατος
English (LSJ)
[ᾰκ], ἡ (rarely ὁ, as Hdt.7.186):—
A light vessel, boat, Thgn. 458, Pi.P.11.40, Hdt. l.c., Th.7.25, etc.; used in the mysteries, IG 1.225c:—generally, ship, E.Hec.446, Or.342.
II boat-shaped cup, Theopomp. Com.3 (= Telest.6), Antiph.4.
Spanish (DGE)
(ἄκᾰτος) -ου, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [masc. ὁ ἄ. Hdt.7.186, gen. ép. -οιο Nonn.D.23.130]
I 1bote, nave ligera Thgn.458, Pi.P.11.40, N.5.2, ἄ. θοά E.Hec.446, Or.342, ἄκατον παραβάλλου arrima la nave Ar.Eq.762, ἐπὶ τὰς ἀκάτους τὰς δημοσίας IG 22.1628.531 (IV a.C.), χαλκείῃ ἀκάτῳ βουπληθέος ἐξ Ἐρυθείης Euph.83, cf. Nonn.D.23.130
•barquita usada en los misterios IG 13.386.149, 160 (V a.C.), cf. ἀκάτιον I 2
•de la barca de Caronte, Hermesian.7.4.
2 barcaza de transporte φορτηγοὶ ἄκατοι Critias B 2.12, ἄ. σιταγωγὸς Hdt.7.186, cf. Th.7.25.
3 bote, chalupa de salvamento o servicio, unida a una embarcación mayor τράμπιος ὁλκαίης ἀκάτῳ ἴσος Nic.Th.268, cf. Hld.5.27.2.
II naveta copa en forma de nave, Theopomp.Com.4, Antiph.3.
• Etimología: Posiblemente es un préstamo; la rel. c. *ak- ‘punta’ es poco probable.
German (Pape)
[Seite 70] ἡ, 1) leichter, schnellsegelnder Nachen, Pind. N. 5, 2; εἰναλία P. 11, 40; Theogn. 457; θοά Eur. Or. 331 Hec. 443. Bei Her. 7, 186, der es als masc. braucht, Lastschiff, σιταγωγοί, wie Critias φορτηγοί, bei Athen. I, 28 c; auch Thuc. nennt es neben πλοῖα 7, 59. Vom Nachen des Charon, Hermesianax Ath. XIII, 597 b; ληθαίη Bass. 1 (IX, 279); χθονία Ant. Sid. 104 (VII, 464). – 2) Becher, Athen. XI, 782 f. vgl. Antiphan. Ath. XV, 692 f; Theop. com. XI, 501 f scheint den Telestes zu tadeln, der das Wort zuerst so brauchte, cf. B. A. 371, 5.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ, ὁ)
1 navire léger, brigantin, bateau de transport;
2 navire en gén.
Étymologie: R. Ἀκ, être aigu, à cause de la forme allongée de ces bateaux.
Russian (Dvoretsky)
ἄκᾰτος: (ᾰκ) ὁ, ион. ἡ легкое судно, ладья, челн Pind., Her., Thuc., Eur., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκᾰτος: [ᾰκ], ἡ, (σπαν. ὁ, ὡς ἐν Ἡροδ. 7. 186), ἐλαφρὸν πλοῖον, λέμβος, Λατ. actuaria, Θέογν. 458, Πινδ. Π. 11. 60., Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ., κτλ.: πρβλ. ἀκάτιον, καθόλου, πλοῖον, Εὐρ. Ἑκ. 446., Ὀρ. 342. ΙΙ. ποτήριον ἔχον τὴν μορφὴν πλοίου, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Ἀλθαίᾳ» 2. (= Τελέστης 6)· Ἀντιφ. ἐν «Ἀγροίκῳ» 5. πρβλ. ἀκάτιον, ΙΙ. ἐν τέλ., Πόρσ. Εὐρ. Μήδ. 139.
English (Slater)
ᾰκᾰτος light vessel, boat ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν, ὡς ὅτ' ἄκατον ἐνναλίαν; (P. 11.40) ἀλλἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ' ἀκάτῳ, γλυκεἶ ἀοιδά, στεῖχ ἀπ Αἰγίνας (N. 5.2)
Greek Monolingual
η (και σπάνια, ο) (Α ἄκατος)
μικρό σκάφος
αρχ.
1. ελαφρό πλοίο
«ἐν τῇσι σιταγωγοῖσι ἀκάτοισι» (Ηρόδ. 7. 186)
2. πλοίο γενικά
«ποντοπόρους θοὰς ἀκάτους» (Ευρ. Εκ. 446)
3. είδος ποτηριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αναπόδεικτη είναι η δυνατή ίσως σύνδεση της λ. με τη ρίζα ἀκ- (πρβλ. ἀκή) < ΙΕ ak- «οξύς, μυτερός». Πιθανή είναι ακόμη η σύνδεση της λ. με τη γλώσσα του Ησυχίου κητήνη
«πλοῖον μέγα ὡς κῆτος». Πιθανότερο όμως φαίνεται ότι είναι δάνειο της Ελληνικής, εφόσον μάλιστα πρόκειται για τεχνικό όρο].
Greek Monotonic
ἄκᾰτος: [ᾰκ], ἡ, σπανιότερα απαντά ὁ,
1. ελαφρύ πλοίο, λέμβος, Λατ. actuaria, σε Ηρόδ. κ.λπ.· πρβλ. ἀκάτιον.
2. γενικά, πλοίο, σε Ευρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f. (m.)
Meaning: light vessel (Thgn.), boat-shaped cup (Com.)
Derivatives: ἀκάτιον, also as type of womans shoe (Ar.); ἀκάτειος, τὰ ἀκάτεια (sc. ἱστία) small sail, from a minor mast (X.); ἀκατίς f. millepede (Steph. Med.), see Strömberg, Gr. Wortstud. 11.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: As a technical term prob. a loanword. Often, but without reason, connected with ἀκ- sharp (s. ἀκή). Diff. Winter Prothet. Vokal 12: to κητήνη πλοῖον μέγα ὡς κῆτος H. (rather from κῆτος?);
Middle Liddell
1. a light vessel, Lat. actuaria, Hdt., etc.; cf. ἀκάτιον.
2. generally, a ship, Eur.
Frisk Etymology German
ἄκατος: {ákatos}
Grammar: f. (m.)
Meaning: Nachen (Thgn., Pi., Hdt., Th. usw.), nachenähnlicher Becher (Kom.),
Derivative: mit den Demin. ἀκάτιον, auch übertr. Art Frauenschuh, (Ar., Th., Plb.) und ἀκατηνάριον (Olsson Arch. f. Pap. 11, 219). Von ἄκατος ferner ἀκάτειος, τὰ ἀκάτεια (sc. ἱστία) die kleineren, am Nebenmast befindlichen Nebensegel (X., Luk. usw.); ἀκατίς f. Tausendfüßer (Steph. Med.).
Etymology: Als technischer Terminus wahrscheinlich Lehnwort. Oft, aber ohne Grund, zu ἀκ- spitz (s. ἀκή) gezogen. Anders Winter Prothet. Vokal 12: zu κητήνη· πλοῖον μέγα ὡς κῆτος H. (?).
Page 1,51
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
linter, boat, skiff, 7.25.6, [vulgo commonly ἀκατίων] 7.59.3.
Translations
skiff
Bulgarian: скиф; Catalan: esquif; Chinese Dutch: skiff, roeiboot; Finnish: jolla; French: esquif, barque; Galician: esquife, chalana; German: Skiff; Greek: ακάτιο, πριάρι; Ancient Greek: ἄκατος, κέλης, πλοιάριον, λέμβος, σκαφίδιον; Ido: bateleto; Irish: scif; Italian: barca, lancia; Latin: linter, scapha; Persian: زورق; Plautdietsch: Boot; Russian: ялик; Scottish Gaelic: sgoth; Serbo-Croatian Cyrillic: скиф; Latin: skif; Spanish: batel; Ukrainian: ялик; Welsh: sgiff