συγκαθαιρέω

From LSJ
Revision as of 16:04, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαθαιρέω Medium diacritics: συγκαθαιρέω Low diacritics: συγκαθαιρέω Capitals: ΣΥΓΚΑΘΑΙΡΕΩ
Transliteration A: synkathairéō Transliteration B: synkathaireō Transliteration C: sygkathaireo Beta Code: sugkaqaire/w

English (LSJ)

Ion. συγκαταιρέω,
A put down together, join in putting down, τὸν βάρβαρον Th.1.132; τὴν ἐκείνων δύναμιν Id.6.6; τοὺς κρατοῦντας Id.8.46.
2 take down with others, ἐκείνην τοῖς ὑπηρέταις συγκαθεῖλε with their help took down her body, Plu.Agis 20; σορτίον σ. help to take it off, opp. συνανατιθέναι, Pythag. ap. Porph.VP 42, cf. D.L.8.17.
II win with any one, πέντε σφι ἀγῶνας τοὺς μεγίστους σ. Hdt.9.35.

German (Pape)

[Seite 963] ion. συγκαταιρέω (s. αἱρέω), mit od. zugleich herunternehmen, einreißen, zerstören, Thuc. 1, 90. 6, 6; übh. Etwas mit unternehmen, τινί, ἀγῶνας μεγίστους, Her. 9, 35.

French (Bailly abrégé)

συγκαθαιρῶ :
f. συγκαθαιρήσω, ao.2 συγκαθεῖλον, etc.
1 abattre ou détruire avec ou ensemble, acc.;
2 déposer avec l'aide de qqn;
3 fig. aider à venir à bout de, acc..
Étymologie: σύν, καθαιρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-καθαιρέω Att. ook ξυγκαθαιρέω, Ion. συγκαταιρέω, aor. συγκαθεῖλον samen met... neerhalen, met acc. en dat.. τὴν μητέρα νεκρὰν... κρεμαμένην... τοῖς ὑπηρέταις συγκαθεῖλε het hangende lijk van haar moeder haalde ze samen met haar dienaressen naar beneden Plut. Agis et Cl. 20.4. overdr. samen ten val brengen, verslaan; (πόλεις) ξυγκαθελοῦσαι τὸν βάρβαρον (de steden) die samen de Pers hadden verslagen Thuc. 1.132.3; helpen te winnen, met... samen winnen met acc. van zaak en dat. van pers.. πέντε σφι μαντευόμενος ἀγῶνας... συγκαταιρέει hij hielp hen als ziener vijf gevechten te winnen Hdt. 9.35.1.

Russian (Dvoretsky)

συγκαθαιρέω: ион. συγκαταιρέω (fut. συγκαθαιρήσω, aor. συγκαθεῖλον)
1 совместно совершать, содействовать в совершении (σ. τινι ἀγῶνας τοὺς μεγίστους Her.);
2 помогать снять: συγκαθελεῖν τινα τοῖς ὑπηρέταις Plut. снять кого-л. (с петли) с помощью слуг;
3 совместно сокрушать, подавлять (τὴν τῶν Ἀθηναίων δύναμιν Thuc.);
4 совместно разрушать, уничтожать (τοὺς περιβόλους Thuc.).

Greek Monotonic

συγκαθαιρέω: Ιων. συγκατ-· μέλ. -ήσω, αόρ. βʹ συγκαθεῖλον·
I. καταβάλλω, εξουδετερώνω, αφανίζω, συμβάλλω, συμμετέχω στην εξουδετέρωση, τὸν βάρβαρον, σε Θουκ.
II. φέρω εις πέρας κάτι μαζί με κάποιον άλλο, επιχειρώ μαζί με κάποιον κάτι, τί τινι, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαθαιρέω: Ἰων. συγκατ · ἀόρ. συγκαθεῖλον· ― καθαιρῶ ὁμοῦ, καταβάλλω ὁμοῦ, τὸν βάρβαρον Θουκ. 1. 132· τὴν ἐκείνων δύναμιν ὁ αὐτ. 6. 6 τοὺς κρατοῦντας ὁ αὐτ. 8. 46. 2) καταβάλλω μετ’ ἄλλων, ἐκείνην τοῖς ὑπηρέτοις συγκαθεῖλε, μὲ τὴν βοήθειαν τῶν ὑπηρετῶν τὴν κατεβίβασε, Πλουτ. Ἆγις 20· φορτίον σ., βοηθῶ ὅπως ἀφαιρέσῃ τις, ἀντίθετον τῷ τιθέναι, Πυθαγ. ἐν Πορφ. Βίῳ Πυθαγ. 42, πρβλ. Διογ. Λ. 8 17. ΙΙ ἐκλελῶ τι μετά τινος, σ. τινι ἀγῶνας τοὺς μεγίστους Ἡρόδ. 9. 35.

Middle Liddell

ionic συγκατ fut. ήσω aor2 συγκαθεῖλον
I. to put down together, to join in putting down, τὸν βάρβαρον Thuc.
II. to accomplish a thing with any one, τί τινι Hdt.

Lexicon Thucydideum

una diruere, to destroy together, 1.90.2, 8.16.3,
Transl. translate una evertere, devincere, together to overthrow, conquer 1.132.3, 6.6.2, 8.46.2.