αστερίσκος
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
Greek Monolingual
ο (AM ἀστερίσκος) αστήρ
1. μικρός αστέρας
2. σημείο των Γραμματικών της Αλεξάνδρειας που χαρακτηρίζει τα κείμενα που δεν παρουσιάζουν πρόβλημα γνησιότητας (αντίθετα με τον οβελό [], που δηλώνει τα κείμενα που πρέπει να εξοβελιστούν ως νόθα). Στη μετρική είναι χαρακτηριστικό σημείο ετερομετρίας ή μεταβολής ποιημάτων
3. α) αστεροειδές σημείο () που παραπέμπει σε υποσημείωση ή σχόλια ή που δηλώνει έλλειψη λέξης ή γράμματος λόγω φθοράς του κειμένου
β) σε τίτλους αρχαίων συγγραμμάτων σημαίνει ότι το συγκεκριμένο σύγγραμμα δεν σώζεται
γ) στην αρχή λέξης δηλώνει υποθετικό τύπο αναγκαίο για την κατανόηση της προέλευσης ή της σημασίας μιας υπάρχουσας λέξης
4. εκκλ. σταυροειδές αντικείμενο από μέταλλο που τοποθετείται επάνω στο ιερόν δισκάριον για να κρατεί το κάλυμμα έτσι ώστε να μην αγγίζει τον Άγιο Άρτο
1. α) τρεις αστερίσκοι τριγωνικά διατεταγμένοι χρησιμοποιούνται: α) για τον διαχωρισμό ενός κεφαλαίου κάποιου κειμένου από το επόμενό του
β) αντί υπογραφής σε ανώνυμα δημοσιεύματα
2. σημείο () που τίθεται στο άνω δεξιό άκρο μιας λέξης παραπέμποντας σ' αυτήν
μσν.
κόσμημα της περικεφαλαίας
αρχ.
1. ονομασία λουλουδιού
2. σημείο των γραμματικών για τα κείμενα που δεν παρουσιάζουν προβλήματα γνησιότητας.
Translations
asterisk
Afrikaans: asterisk; Albanian: asterisk; Arabic: إِجَّامَة, نُجَيْمَة; Armenian: աստղանիշ; Asturian: asteriscu; Azerbaijani: ulduz; Basque: istartxo; Belarusian: зорачка, астэрыск; Bulgarian: звездичка; Burmese: ခရေပွင့်; Catalan: asterisc; Chinese Cantonese: 星號, 星号; Mandarin: 星號, 星号; Czech: hvězdička; Danish: asterisk, stjerne; Dutch: asterisk, sterretje; Esperanto: steleto, asterisko; Estonian: tärnike, tärn; Faroese: asteriksur; Finnish: asteriski, tähti, tähti-merkki; French: astérisque; Galician: asterisco; Georgian: ვარსკვლავი; German: Sternchen, Asterisk, Asteriskus; Greek: αστερίσκος; Ancient Greek: ἀστερίσκος; Hebrew: כּוֹכָבִית; Hindi: तारक, सितारा; Hungarian: csillag; Icelandic: stjörnumerki; Ido: steleto, asterisko; Indonesian: tanda bintang, bintang, asteris; Interlingua: asterisco; Irish: réalta; Italian: asterisco; Japanese: アスタリスク, 星印, 星号, スター, アステリスク; Kalmyk: астериск; Kazakh: жұлдызша; Korean: 별표, 애스터리스크; Kyrgyz: жылдызча; Latin: asteriscus; Latvian: zvaigznīte; Lithuanian: asteriskas, žvaigždutė; Macedonian: ѕвездичка; Malay: tanda bintang; Maltese: asteriks; Norman: astérisque, êtaile; Norwegian Bokmål: asterisk, stjerne; Nynorsk: asterisk, stjerne; Ottoman Turkish: یلدز; Persian Iranian Persian: سِتارِه; Polish: gwiazdka, asterysk; Portuguese: asterisco; Punjabi Gurmukhi: ਤਾਰਾ; Romanian: asterisc, steluță; Russian: звёздочка, астериск; Scottish Gaelic: reul; Serbo-Croatian Cyrillic: звѐздица, звјѐздица, а̏стериск; Roman: zvèzdica, zvjèzdica, ȁsterisk; Slovak: hviezdička; Slovene: zvezdica; Spanish: asterisco; Swedish: asterisk; Tagalog: talantanda; Tajik: ситорача, ситора; Tamil: உடுக்குறி; Thai: ดอกจัน; Turkish: asterisk, yıldız imi, yıldız işareti, yıldız; Ukrainian: зі́рочка, астериск; Urdu: سِتارَہ; Uyghur: يۇلتۇزچە; Uzbek: yulduzcha; Vietnamese: dấu sao, dấu hoa thị; Volapük: stelül; Welsh: seren, serennig; Yiddish: שטערנדל