μαλθακίζομαι

From LSJ
Revision as of 10:38, 20 December 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Med.''" to "E., ''Med.'' ")

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαλθᾰκίζομαι Medium diacritics: μαλθακίζομαι Low diacritics: μαλθακίζομαι Capitals: ΜΑΛΘΑΚΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: malthakízomai Transliteration B: malthakizomai Transliteration C: malthakizomai Beta Code: malqaki/zomai

English (LSJ)

Pass.,
A to be softened, of persons, A.Pr.79,952, E., Med. 291; of the sun's heat, Gal.17(1).388.
II relax, give in, Pl.R. 458b, al.; to be a coward, Id.Smp.179d; to be remiss, Id.Ep.317c.

Greek (Liddell-Scott)

μαλθᾰκίζομαι: Παθ., γίνομαι μαλακός, καταπραΰνομαι, κάμπτομαι, ἐπὶ προσώπων, Αἰσχύλ. Πρ. 79, 952, Εὐριπ. Μήδ. 291. ΙΙ. μαλακίζομαι, γίνομαι χαῦνος, μαλθακός, Πλάτ. Πολ. 458Β, κ. ἀλλ.· εἶμαι ἀπρόθυμος, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιστ. 317C.

Greek Monolingual

μαλθακίζομαι (AM) μαλθακός
είμαι ή γίνομαι οκνηρός, χαύνος
αρχ.
1. καταπραΰνομαι, κατευνάζομαι («Ζεὺς τοῖς τούτοις οὐχὶ μαλθακίζεται», Αισχύλ.)
2. (σε σχέση με τη θερμότητα του ηλίου) αποχαυνώνομαι
3. είμαι δειλός («ὅτι μαλθακίζεσθαι ἐδόκει, ἅτε ὤν κιθαρῳδός, καὶ οὐ τολμᾱν ἕνεκα τοῦ ἔρωτος ἀποθνῄσκειν ὥσπερ Ἄλκηστις», Πλάτ.)
4. είμαι απρόθυμος ή αναβλητικός («δεῖν ἐμὲ πλεῖν καὶ μὴ μαλθακίζεσθαι», Πλάτ.).

Greek Monotonic

μαλθᾰκίζομαι: Παθ., γίνομαι μαλθακός, λέγεται για πρόσωπα, σε Αισχύλ., Ευρ.· επαναπαύομαι, ενδίδω, σε Πλάτ.

Middle Liddell

μαλθᾰκίζομαι,
Pass. to be softened, of persons, Aesch., Eur.:— to relax, give in, Plat.