ἀμήχανος
English (LSJ)
Dor. ἀμάχανος, ον,
A without means or resources, helpless, Od.19.363; πενία ἀ. B.1.61; πόριμον αὑτῷ τῇ πόλει δ' ἀ. Ar.Ra.1429; ἀ. καὶ ἄτεχνος Pl.Plt.274c; of animals, opp. εὐμήχανος, Arist.HA 614b34: hence, 2 incapable, awkward, ἀφραδέες καὶ ἀ. h.Ap. 192, cf. Theoc.1.85; τὸν ἀ. ὀρθοῦν A.Th.227; ἀ. γυνή E.Hipp.643; ἀ. εἴς τι awkward at thing, Id.Med.408. Adv., ἀμηχάνως ἔχειν, = ἀμηχανεῖν, A.Ch.407, E., etc. 3 c. inf., at a loss how to do, unable to do, τὸ δὲ βίᾳ πολιτῶν δρᾶν ἔφυν ἀ. S.Ant.79; -ώτατος ὅ τι χρὴ λέγειν πορίσασθαι [D.]60.12, etc. II more freq. in pass. sense, allowing of no means: 1 impracticable, unmanageable, c. inf., ἀμήχανός ἐσσι πιθέσθαι Il.13.726. b of things, hard, impossible, τοῦτό μ' ἄνωγας ἀμήχανον ἄλλο τελέσσαι ib. 14.262; τοῦτο δ' ἀ. εὑρεῖν Pi.O.7.25, cf. Hdt.1.48; ὁδὸς ἀ. εἰσελθεῖν road hard or impossible to enter on, X.An.1.2.21; ἀ. ἐστὶ γενέσθαι Emp.12, cf. Hdt. 1.48,204, S.Ant.175, etc.: abs., ἀμήχανα impossibilities, ἀμηχάνων ἐρᾶν ib.90, cf. 92; δεινὸς . . εὑρεῖν κἀξ ἀ. πόρον A.Pr.59, cf. Ar.Eq.759: Sup., Them. in Ph.91.12. 2 against whom or which nothing can be done, irresistible, freq. in Hom. of Zeus, Hera, Achilles; ἀ. ἐσσι, ἀ. ἔπλευ, Il.10.167, 16.29; Ἔρος . . ἀ. ὄρπετον Sapph.40. b of things, ἀ. ἔργα mischief without help or remedy, Il.8.130; δόλος Hes.Th. 589; κήδεα Archil.66; δύαι A.Eu.561 (lyr.); ἄλγος, νόσοι, S.El.140 (lyr.), Ant.363 (lyr.); συμφορά Simon.5.11, cf. E.Med.392; κακόν ib.447: Comp. -ωτέρα, ἀγλαΐα Them.Or.4.51c. c esp. of dreams, inexplicable, not to be interpreted, Od.19.560. 3 extraordinary, enormous, ποταμῶν ἀ. μεγέθη Pl.Phd.111d;ἡδοναί Id.Phlb.46e; ἀμή χανον εὐδαιμονίας an inconceivable amount of happiness, Id.Ap.41c: freq.c.acc., ἀ. τὸ μέγεθος, τὸ κάλλος, τὸ πλῆθος, etc., i.e. inconceivable in point of size, etc., Id.R.584b, 615a, X.Cyr.7.5.38: c. dat., ἀ. πλήθει τε καὶ ἀτοπία Pl.Phdr.229d (nisi leg. ἀμηχάνων πλήθη τε καὶ ἀτοπίαι, where ἀ. = monsters): abs., infinitely great, δύναμις Plot.5.3.16. b freq. in Pl. with οἷος, ὅσος, ἀμήχανον ὅσον χρόνον Phd 95c; ἀμηχάνῳ ὅσῳ πλέονι by it is impossible to say how much more, R.588a; ἀμή χανόν τι οἷον Chrm.155d. Adv., ἀμηχάνως ὡς εὖ R.527e; ἀ. γε ὡς σφόδρα Phdr.263d.
German (Pape)
[Seite 124] (μηχανή), ohne Mittel u. Rath, Hom. zehnmal, in zwei Bedeutungen, Einer der nichts auszurichten weiß, Einer gegen den man nichts auszurichten weiß, πρὸς ὃν οὐκ ἔστι μηχανὴν εὑρεῖν, ὁ μὴ δυνάμενος μηχανὴν εὑρεῖν; Iliad. 10, 167 σὺ δ' ἀμήχανός ἐσσι, γεραιέ, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἀμήχανος δύο σημαίνει, ἓν μὲν ἀνίκητος (corrupt), ἓν δὲ ἀντὶ τοῦ πρὸς ὃν οὐκ ἔστι μ ηχανὴν εὑρεῖν, ὅπερ καὶ νῦν σημαίνει, ἵνα τῶν πόνων ἀποστῇ; 15, 14 ἦ μάλα δη κακότεχνος, ἀμήχανε, σὸς δόλος, Ἕρη, Ἕκτορα δῖον ἔπαυσε μάχης, Scholl. Ariston. ἡ διπλῆ, ὅτι δύο σημαίνει ἡ λέξις, ἤτοι μὴ δυναμένη μηχανὴν εὑρεῖν, ἢ πρὸς ἣν οὐκ ἔστι μηχανήσασθαι· ὅπερ καὶ θέλει εἰπεῖν; 16, 29 σὺ δ' ἀμήχανος ἔπλευ, Ἀχιλλεῦ, Scholl. Ariston. ἡ διπλῆ, ὅτι νῦν ἀμήχανος πρὸς ὃν οὐκ ἔστι μηχανήσασθαι, οὐκ αὐτὸς μὴ δυνάμενος μηχανήσασθαι; Od. 19, 363 ὤ μοι ἐγὼ σέο, τέκνον, ἀμήχανος· ἦ σε περὶ Ζεὺς ἀνθρώπων ἡχθηρε, Scholl. πρὸς ὃν, δηλονότι τὸν Δία, οὐκ ἔστι τινὰ μηχανὴν εὑρεῖν, bei welcher Erklärung die Interpunction nach ἀμήχανος wegfällt; 560 ἤτοι μὲν ὄνειροι ἀμήχανοι ἀκριτόμυθοι γίγνονται, Scholl. πρὸς οὓς μηχανὴν εὑρεῖν οὐκ ἔστιν, man kann sie nicht deuten, weil sie ἀκριτόμυθοι sind, d. h. verworren reden; Iliad. t 9, 273 οὐδέ κε κούρην ἦγεν ἐμεῦ ἀέκοντος ἀμήχανος· ἀλλά ποθι Ζεὺς ήθελε, Scholl. Nicanor. τὸ ἀμήχανος τοῖς ἑξῆς συναπτέον, ἵνα ἐπὶ τοῦ Διὸς ᾖ, πρὸς ὃν οὐδείς τι δύναται μηχανήσασθαι; 13, 726 ἀμήχανός ἐσσι παραρρητοῖσι πιθέσθαι, acc. Graec., ἀμήχανος in Bezug auf das πιθέσθαι, man kann nichts mit dir anfangen, wenn es sich darum handelt, Anderer Rathe zu folgen; 14, 262 νῦν αὖ τοῦτό μ' ἄνωγας ἀμήχανον ἄλλο τελέσσαι; 8, 130. 11, 310 ἔνθα κε λοιγὸς ἔην καὶ ἀμήχανα ἔργα γένοντο, καί νύ κεν –, εἰ μή –; – Theocrit. 1, 85 ἆ δύσερώς τις ἄγαν καὶ ἀμάχανός ἐσσι; Plat. vbdt es mit ἄτεχνος Polit. 274 c, ohne Hülfsmittel; ἀμήχανον ποιεῖν, τιθέναι τινά Prot. 344 d, in Verlegenheit bringen; ἀμήχανος ἔφυν – δρᾶν, ich bin nicht im Stande, Soph. Ant. 79; γυναῖκες εἰς τὰ ἐσθλὰ ἀμηχανώταται, ungeschickt zum Guten, Eur. Med. 408, vgl. Hipp. 643; ἀμηχανώτατος πορίσασθαι ἃ χρὴ λέγειν Dem. 60, 12; mit ἄπορος vbdn Xen. An. 2, 5, 21, vgl. Cyr. 7, 5, 69; Ar. Ran. 1425 dem πόριμος entgegengesetzt; – Hes. O. 83 ἐπεὶ δόλον αἰπὺν ἀμήχανον ἐξετέλεσσεν; Hymn. Merc. 157 δεσμά; δύαι, δυσπραξίαι Aesch. Eum. 531. 739; νεφέλαι Spt. 209, βόσκημα πημονῆς Suppl. 695; κάματοι πολέμιοι Pind. P. 2, 19; ἄλγος, νόσος Soph. El. 138 Ant. 360; ξυμφορά, κακόν Eur. Med. 392. 447; vgl. Simonid. bei Plat. Prot. 344 c; κήδεα Archil. 31; ἄτη Ap. Rh. 2, 625 u. Sp. D.; τὰ ἀμήχανα heilloses Leid, παθεῖν Eur. Hipp. 598; πολλὰ καίἀμήχανα Xen. An. 2, 3, 18; das Unmögliche τὰ ἀμήχανα Aesch. Pr. 59; τῶν ἀμ. ἐρᾶν nach dem Unmöglichen streben Soph. Ant. 90, τὰ ἀμ. θηρᾶν 92; τὰ ἀμήχανα ἐᾶν Eur. Heracl. 707; Ar. Equ. 756 ἐκ τῶν ἀμηχάνων πόρους ε ὐμηχάνους πορίζειν, das Unmögliche möglich machen; ἀμήχανόν ἐστι, es ist schwierig, unmöglich, mit folgd. Inf., Her. 1, 48. 204, μήποτε ἐγγίνηται damit arb. 5, 3; ebenso Folgende; ὁδὸς ἀμήχανος ἐςελθεῖν ein Weg, auf dem es unmöglich ist einzudringen Xen. An. 1, 2, 21; ἀμήχανοι τὸ πλῆθος Xen. Cyr. 7, 5, 38, ἀμήχανοι τὸ μέγεθος Plat. Rep. IX, 584 b, eigtl. unmöglich zu zählen an Menge, in unermeßlicher Menge, unglaublich groß; πλῆθος Tim. 39 d. κάλλος Conv. 218 e; ἀμήχανοι τὸ κάλλος Rep. X, 615 a; πλήθει ἀμήχανοι Phil. 47 d. Häufig ist seit Plat. die Vbdg ἀμήχανος ὅσος, mirum quantum, ἀμήχανον ὅσον χρόνον unendlich lange Zeit Phaed. 80 c, σοφίαν ἀμήχανον ὅσην Euthyd. 275 c; ἀμήχανον οἷον Charm. 155 d, auf unaussprechliche Weise. – Adv. ebenso, ἀμηχάνως ὡς σφόδρα unglaublich sehr Phaedr. 263 d, vgl. Rep. VII, 527 o.