ὑπηνέμιος

Revision as of 09:20, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

English (LSJ)

ον, (ἄνεμος)

   A lifted or wafted by the wind, ὑπᾱνέμιοι φορέονται Theoc.5.115; ὑ. τανύοιτο, of the Sun, Arat.839.    2 swift as the wind, Plu.Sert.12.    II full of wind, ὑ. ᾠὰ wind-eggs, which produce no chickens, Ar.Fr.186, Pl.Com.19 (ἀνεμιαῖον ᾠόν was considered better Att., Moer.p.73 P.); of eggs laid by hens without impregnation, Arist.HA559b24; so κυήματα ὑ. Id.GA749b1; in Ar. Av.695 (anap.), ὑ. ᾠόν is the egg produced by Night alone, without impregnation; and Luc.Sacr.6 calls Hephaestus the ὑ. παῖς of Hera; λοχεῖαι καὶ ὠδῖνες Plu.2.38e (s. v.l.): hence    2 metaph., empty, idle, ὄνειροι ib.735e, cf. Luc.Harm.4; πλοῦτος Id.Gall.12.

German (Pape)

[Seite 1205] windig, Wind andeutend, Arat. 839; ὠόν, ein Windei, Ar. Av. 695 u. fr. bei Ath. IX, 374 c, vgl. ἀνεμιαῖος. Auch ὑπ. κύημα, Arist. gen. an. 3, 1. – Uebertr., nichtig, eitel, leer; Plut. Sert. 12; ὀνείρατα Luc. Harm. 4. – Auch = windschnell, πούς, Nonn. D. 8, 177.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπηνέμιος: -ον, (ἄνεμος) ὁ διὰ τοῦ ἀνέμου (φερόμενος), ὑπᾱνέμιοι φορέονται Θεόκρ. 5. 115. 2) ὁ προμηνύων ἄνεμον, Ἄρατ. 839. ΙΙ. πλήρης ἀνέμου, ὑπηνέμια ᾠά, «τὰ δίχα τοῦ ὀχευθῆναι γεννώμενα» (Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 237, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Δαιδάλῳ» 1· (ἀνεμιαῖον ᾠόν, ἐνομίζετο ἀττικώτερον, Μοῖρ. 73, πρβλ. Bergk ἐν Κωμικ. Ἀποσπ. Meineke 2. 1018)· - κυρίως ὡς εἴρηται ἐπὶ ᾠῶν ἅπερ γεννῶσιν αἱ ὄρνιθες χωρὶς νὰ ὀχευθῶσιν ὑπ’ ἀλεκτρυόνος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 10, κἑξ. 10. 6, 2, κἑξ.· πρβλ. ὑπ. κύημα ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Γεν. 3. 1, 5 καὶ 18· - ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 695, ὑπην. ᾠόν, εἶναι τὸ παραχθὲν ὑπὸ τῆς Νυκτὸς μόνης ἄνευ σπορᾶς· καὶ ὁ Λουκ. περὶ Θυσιῶν 6 καλεῖ τὸν Ἥφαιστον ὑπ. παῖδα τῆς Ἥρας. 2) μεταφ., μάταιος, κενός, ἄκαρπος, ἄνευ ἀποτελέσματος, λοχεῖαι καὶ ὠδῖνες Πλούτ. 2. 38Ε· ὄνειροι αὐτόθι 735Ε, Λουκιαν. Ἁρμον. 4· πλοῦτος Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 12· ἐπὶ ἀνθρώπων, πεφυσημένος, ἀλαζών, κομπαστής, Πλουτ. Σερτ. 12.