ἀνιάω

From LSJ
Revision as of 09:37, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνιάω Medium diacritics: ἀνιάω Low diacritics: ανιάω Capitals: ΑΝΙΑΩ
Transliteration A: aniáō Transliteration B: aniaō Transliteration C: aniao Beta Code: a)nia/w

English (LSJ)

[ᾰν], S.Aj.266, etc.: 3sg. impf. ἠνία ib.273, Pl.Grg.502a: fut. ἀνιάσω [ᾱς] X.An.3.3.19, Ep.

   A ἀνιήσω Hom.: aor. ἠνίᾱσα And.1.50, etc.; Dor. ἀνίᾱσα Theoc.2.23: pf. ἠνίᾱκα Hld.7.22:—Pass., ἀνιῶμαι Od.15.335, etc., Ion. 3pl. opt. ἀνιῴατο Hdt.4.130: 3pl. impf. ἠνιῶντο X.Cyr.6.3.10: fut. ἀνιάσομαι Ar.Fr.488.11, X.Mem.1.1.8 (ἀνιαθήσομαι only in Gal.Anim.Pass.9); Ep. 2sg. ἀνιήσεαι Thgn.991: aor. ἠνιάθην X.HG6.4.20; Ion. -ήθην Il.2.291: pf. ἠνΐημαι Mosch. 4.3: the aor. Med. ἀνιάσασθαι is v.l. for ἀνιᾶσθαι in Gal.UP6.16: (ἀνία) . [ῑ always in Hom. and S.; ῐ in Thgn. and late Poets; ῐ in Ar. l. c., etc.]:—commoner form of the Ep. ἀνιάζω, grieve, distress, c. acc. pers., ἀνιήσει . . υἷας Ἀχαιῶν Od.2.115, cf. 20.178; μηδὲ φίλους ἀνία Thgn.1032; φίλους ἀνιῶν S.Aj.266: c. acc. rei, ἀνιᾷ μου τὰ ὦτα Pl.Grg.485b: c. dupl. acc., ὁ δρῶν σ' ἀνιᾷ τὰς φρένας S.Ant.319: c. acc. pers. et neut. Adj., τί ταῦτ' ἀνιᾷς με; ib.550; παῦρ' ἀνιάσας, πόλλ' εὐφράνας (sc. ὑμᾶς) Ar.Pax764; ἠνίασά σε οὐδὲν πώποτε And. 1.50:—Pass., to be grieved, distressed, c. dat. pers. vel rei, ἀνιᾶται παρεόντι he is vexed by one's presence, Od.15.335; ἀ. ὀρυμαγδῷ 1.133; σύν σοι . . παθόντι κακῶς ἀνιώμεθα Thgn.655; πάσχων ἀνιήσεαι Id.991; ἀ. ὑπομιμνῄσκων Lys.13.43; δαπανὼντα ἀνιᾶσθαι X.Cyr.8.3.44; περί τινος Ar.Lys.593: c. neut. Adj., τοῦτ' ἀνιῶμαι πάλαι I have long been vexed at tnis, S.Ph.906; πολλὰ μὲν αὐτοὺς ἀνιωμένους, πολλὰ δὲ ἀνιῶντας τοὺς οἰκέτας X.Oec.3.2: abs., οὐδ' ἂν . . ἀνιῷτο Thgn.1205: esp. in aor. part. Pass. ἀνιηθείς disheartened, Od.3.117, Il.2.291.

German (Pape)

[Seite 236] (ἀνία), belästigen, beschwerlich fallen, Od. 19, 66, vgl. 20, 178; τινά, 2, 115; Soph. Ai. 259; auch mit doppeltem acc., τί ταῦτ' ἀνιᾷς με; Ant. 546; σὲ τὰς φρένας 319; auch in Prosa, Plat. Gorg. 485 b; Ggstz ὠφελεῖν Xen. Cyr. 1, 4, 25, εὐφραίνω Ar. Pax 748. – Pass. (ἠνιάθησαν Xen. Hell. 6, 4, 20, fut. med. ἀνιάσεται An. 4, 8, 26), belästigt werden, Ggstz εὐφραίνεσθαι Xen. Mem. 1, 1, 8; παρεόντι ἀνιᾶται, er wird durch Jemandes Auwesenheit belästigt, Od. 15, 335; ἀνιηθεὶς όρυμαγδῷ 1, 133; 3, 117; Iliad. 2, 291; τοῦτ' ἀνιῶμαι Soph. Phil. 894; ἵνα παραμένοντες ἀνιῴατο Her. 4, 130; ἐπί τινι Xen. Mem. 3, 9, 8. Schmerz empfinden, An. 4, 8, 26; περί τινος Ar. Lys. 593. [ι ist bei Ar. u. Sp. anceps.]

Greek (Liddell-Scott)

ἀνιάω: Σοφ., κλπ.: γ΄ ἑν. παρατ. ἠνία Σοφ. Αἴ. 273, Πλάτ. Γοργ. 502Α: μέλλ. ἀνιάσω [ᾱ] Ξεν. Ἀν. 3. 3, 19. Ἐπ. ἀνιήσω Ὅμ.: ἀόρ. ἠνίᾱσα Ἀνδοκ. 7. 38, κτλ.· Δωρ. ἀνίᾱσα Θεόκρ. 2. 23: πρκμ. ἠνίᾱκα Ἡλιόδ. 7. 22: - Παθ., ἀνιῶμαι Ὀδ., Ἀττ., Ἰων. γ΄ πληθ. εὐκτ. ἀνιῴατο Ἡρόδ. 4. 130: γ΄ πληθ. παρατ., ἠνιῶντο, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 10: μέλλ. ἀνιάσομαι Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 445a, Ξεν. Ἀπομ. 1. 1, 8· (ἀνιαθήσομαι μόνον παρὰ Γαλην.)· Ἐπ. β΄ ἑν. ἀνιήσεαι Θέογν. 991: ἀόρ. ἠνιάθην Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 20· Ἰων. -ήθην Ὁμ., πρκμ. ἠνίημαι Μόσχ. 4. 3. - Ὁ μέσ. ἀόρ. ἀνιάσασθαι εἶναι πιθαν. ἐσφαλ. γραφ. ἀντὶ ἀνιάσεσθαι: (ἀνία)· [παρ’ Ὁμ. καὶ Σοφ. τὸ ι ἀεὶ μακρόν· παρὰ δὲ Θεόγν. καὶ τοῖς μεταγεν. ποιηταῖς ἐπαμφοτερίζον· βραχὺ παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ., - ὥστε τὸ ι πιθανῶς ἦτο βραχὺ ἐν τῇ συνήθει γλώσσῃ πρβλ. ἀνιαρός]. Συνηθέστερος τύπος τοῦ Ἐπικ. ἀνιάζω, λυπῶ, ἀλγύνω, προξενῶ ἀνίαν, μετ’ αἰτ. προσ., ἀνιήσει... υἷας Ἀχαιῶν Ὀδ. Β. 115, πρβλ. Υ. 178· μηδὲ φίλους ἀνία Θέογν. 1032· φίλους ἀνιῶν Σοφ. Αἴ. 266, πρβλ. Ἀνδοκ. 7. 38, κτλ.: - μετ’ αἰτ. πράγμ., ἀνιᾷ μοι τὰ ὧτα Πλάτ. Γοργ. 485Β: - μετὰ διπλῆς αἰτ., ὁ δρῶν σ’ ἀνιᾷ τὰς φρένας Σοφ. Ἀντ. 319· μετ’ αἰτ. προσώπ. καὶ οὐδ. ἐπιθ., τί ταῦτ’ ἀνιᾷς με; αὐτόθι 550· παῦρ’ ἀνιάσας, πόλλ’ εὐφράνας (ἐνν. ὑμᾶς) Ἀριστοφ. Εἰρ. 764: - Παθ., λυποῦμαι, στενοχωροῦμαι, δυσαρεστοῦμαι, θλίβομαι, μετὰ δοτ. προσ. ἢ πράγμ., ἀνιᾶται παρεόντι, δυσαρεστεῖται ἐκ τῆς παρουσίας του, Ὀδ. Ο. 335· ἀν. ὀρυμαγδῷ Α. 133· σύν τοι... παθόντι κακῶς ἀνιώμεθα Θέογν. 65· πάσχων ἀνιήσεαι ὁ αὐτ. 991· ἀν. ὑπομιμνήσκων Λυσίας 133. 35· δαπανῶντα ἀνιᾶσθαι Ξεν. Κύρ. 8. 3, 44· περί τινος Ἀριστοφ. Λυσ. 593· μετ’ οὐδ. ἐπιθ. ἢ ἐπιθετικ. ἀντωνυμίας, τοῦτ’ ἀνιῶμαι πάλαι, ἀπὸ πολλοῦ στενοχωροῦμαι διὰ τοῦτο, Σοφ. Φ. 906, 912· πολλὰ μὲν αὐτοὺς ἀνιωμένους, πολλὰ δὲ ἀνιῶντας τοὺς οἰκέτας Ξεν. Οἰκ. 3. 2: - ἀπολ., οὐδ’ ἄν... ἀνιῷτο Θέογν. 1205· ἰδίως κατὰ μετοχ. παθ. ἀόρ. ἀνιηθείς, βαρυνθείς, Ὀδ. Γ. 117· ἀνιηθέντα, «τῇ ψυχῇ ὀδυνηθέντα, λυπηθέντα» (Σχόλ.) Ἰλ. Β. 291.