ἄφραστος

From LSJ
Revision as of 09:39, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄφραστος Medium diacritics: ἄφραστος Low diacritics: άφραστος Capitals: ΑΦΡΑΣΤΟΣ
Transliteration A: áphrastos Transliteration B: aphrastos Transliteration C: afrastos Beta Code: a)/frastos

English (LSJ)

ον, (φράζω)

   A unutterable, marvellous, ἄ. ἠδ' ἀνόητα h.Merc.80; οὐδὲν -ότερον πέλεται νόου ἀνθρώποισιν Hom.Epigr.5.2; πέδη S.Tr.1057; inexpressible, μέριμνα A.Pers.165 codd.; too wonderful for words, φάτις S.Tr.694.    II (φράζομαι) not perceived, unseen, h.Merc.353; not to be observed, known, or guessed, A.Supp.95 (lyr.); incomprehensible, Orph.L.46; κατακρύπτει ἐς τὸ -ότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναι [χωρίον] the place least likely to be thought of, Hdt.5.92.δ; unforeseen, A.R.2.824. Adv. -τως beyond thought, S.El.1262 (lyr.).    III Act., of persons, beside themselves, Nic.Th.776.    2 giving no sign, Nonn.D.9.134, 22.82.

German (Pape)

[Seite 414] 1) unbemerkt, unbekannt, ἔργα H. h. Merc. 80, Ilgen. ἄφρατος, was kein Wort ist; ἄφραστοι κατιδεῖν, unverständlich, Aesch. Suppl. 89; φάτις, worüber man nicht urtheilen kann, Soph. Tr. 691, neben ἀξύμβλητος ἀνθρώπῳ μαθεῖν, Schol. ἀνεκδιήγητος; unsichtbar, στίβος H. h. Merc. 353; πέδη Soph. Trach. 1046; unvorhergesehen, unerwartet, ὄλεθρος Ap. Rh. 2, 224, vgl. 825. – 2) nicht zu sagen, unaussprechlich, Aesch. Pers. 161; ungeheuer, Heliod. 5, 22. – 3) unvernünftig, wahnsinnig, γελᾶν Nic. Th. 776, Schol. ἀλογίστως. – Adv. ἀφράστως, unerwartet, Soph. El. 1254.

Greek (Liddell-Scott)

ἄφραστος: -ον, (φράζω) ἀνέκφραστος, ἀνεκλάλητος, παράδοξος, θαυμαστός, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 80· Ἐπιγράμμ. 5. 2· πέδη Σοφ. Τρ. 1029· ― ἀπερίγραπτος, μέριμνα Αἰσχύλ. Πέρσ. 165· φάτις Σοφ. Τρ. 694· ― ἄφατος, ἀναρίθμητος, σταγόνες ἄφρ., διάφ. γραφ. ἀντὶ ἄφρακτοι Αἰσχύλ. Χο. 186. ΙΙ. (φράζομαι) μὴ διακρινόμενος, ἀόρατος, ἄφραστος, γένετ’ ὦκα βοῶν στίβος Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 353· ὃν δὲν δύναταί τις να παρατηρήσῃ, γνωρίσῃ ἢ εἰκάσῃ, Αἰσχύλ. Ἱκ. 94· τὸ ἀφραστότατον χωρίον, θέσις περὶ ἧς ἥκιστα πάντων ἠδύνατο νὰ σκεφθῇ τις, Ἡρόδ. 5. 92, 4 ἀπρόβλεπτος, ὄλεθρος Ἀπόλλ. Ρόδ. Β. 224. ― Ἐπίρρ. -τως, ἀπροσδοκήτως, Σοφ. Ἠλ. 1263. 2) ἐπὶ προσ., ἀλόγιστος, ἄφραστοι γελόωσι «ἀλογίστως» (Σχόλ.) Νικ. Θ. 776.