προαγορεύω

From LSJ
Revision as of 10:06, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προᾰγορεύω Medium diacritics: προαγορεύω Low diacritics: προαγορεύω Capitals: ΠΡΟΑΓΟΡΕΥΩ
Transliteration A: proagoreúō Transliteration B: proagoreuō Transliteration C: proagoreyo Beta Code: proagoreu/w

English (LSJ)

aor.

   A -ηγόρευσα Hdt.1.74, 125: pf. -ηγόρευκα D.11.20 (v.l. -ευσε; but in Att. fut. is προερῶ, aor. προεῖπον, pf. προείρηκα):— Pass., fut. (in med. form) X.Eq.Mag.2.7 : pf. -ηγόρευμαι Id.Mem.1.2.[35]:—tell beforehand, τι Th.1.68: c. inf., declare beforehand that . ., Hdt.1.74,91; π. ὅτι . . Th.2.13, X.Cyr.3.1.3; ὡς .. ib.7.5.34; advise beforehand, πολλοῖς π. τὰ μὲν ποιεῖν τὰ δὲ μὴ ποιεῖν Id.Mem.1.1.4, cf. Pl.Lg.907d.    2 foretell, prophesy, τὸ μέλλον X.Smp.4.5.    II declare or proclaim publicly, τι Hdt.7.10.δ', 8.83; τινί τι Id.1.153; ἰσονομίην ὑμῖν π. Id.3.142; πόλεμον (with or without τινι) Th.1.131, D.11.20, etc.: c. inf., Pl.Cri.51d: esp. of a herald or public officer, Hdt.3.61,62; also, have a thing proclaimed by herald, ὑπὸ κήρυκος π. Id.9.98 (though ἀναγορεύειν was properly the word for heralds, προαγορεύειν for magistrates, X.An.2.2.20).    2 order publicly, ταῦτα Hdt.1.22: c. inf., ib.21; π. ὑμῖν παρεῖναι ib.125, cf. 6.37; π. τοῖς πολίταις μὴ κινεῖν .. forbid them to... Pl.R.426b, etc.; ὁ ἱερεὺς π. καὶ ἀπαγορεύει . . μὴ κόπτειν IG22.1362.2: without a dat., τοὺς Ἕλληνας π. αὐτονόμους ἀφιέναι Th.1.140, cf. X.HG7.4.38:—Pass., γυμνάζεσθαι προαγορεύεται . . ἅπασι Id.Lac.12.5, etc.; τὰ προηγορευμένα Id.Mem.1.2.[35].    b give public notice to persons accused of murder that they are excommunicated, π. εἴργεσθαι τῶν νομίμων Antipho 6.34, Arist.Ath.57.2, cf. Antipho 5.10, Isoc.4.157, D.47.69 : abs., Antipho 6.48; τὴν πρόρρησιν π. Pl.Lg.871c.    c serve notice on persons to appear for trial, π. εἰς τρίτην ἀγορὰν παρεῖναι Plu.Cor.18.    III forestall an anticipated argument, Arist.SE174b30.

German (Pape)

[Seite 704] 1) vorhersagen, weissagen; Xen. Conv. 4, 5; eine Sonnenfinsterniß, Her. 1, 74; Thuc. 1, 68. – 2) gew. öffentlich bekanntmachen, befehlen, verkündigen; τινί τι; ἰσονομίην ὑμῖν, Her. 3, 142, vgl. 7, 10, 4. 8, 83; bes. vom Herolde, ausrufen, 3, 61. 62; durch den Herold verkündigen lassen, 1, 22; ὑπὸ κήρυκος, 9, 98; προηγόρευε τοῖς Ἀθηναίοις ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, Thuc. 2, 13; πόλεμον, Krieg ankündigen, 1, 131 u. A.; προαγορεύουσι τοῖς πολίταις μὴ κινεῖν, verbieten, Plat. Rep. IV, 426 c; auch φόνον, Legg. IX, 878 b; ἀνειπεῖν ἐκέλευσε τὸν κήρυκα ὅτι προαγορεύουσιν οἱ ἄρχοντες, Xen. An. 2, 2, 20; εἰ δέ τινα φεύγοντα λήψοιτο, προηγόρευσεν, ὅτι ὡς πολεμίῳ χρήσοιτο, Cyr. 3, 1, 3; ἄλλο τι ποιῶ ἢ τὰ προηγορευμένα, Mem. 1, 2, 35; Folgde. – Bes. wurde es in Athen von dem Verbote gebraucht, welches den eines Mordes Angeklagten vom Allerheiligsten ausschließt, παρεσκευάζοντο αἰτιᾶσθαι καὶ προαγορεύειν εἴργεσθαι τῶν νομίμων, Antiph. 6, 34, vgl. 5, 10 u. Dem. 47, 69. – Προαγορεύσεται steht passivisch Xen. Mag. equ. 2, 7.

Greek (Liddell-Scott)

προᾰγορεύω: ἀόρ. -ηγόρευσα, Ἡρόδ. 1. 74, 125· πρκμ. -ηγόρευκα Ψευδο-Δημ. 157. 19, (ἀλλ’ ὁ Ἀττ. μέλλ. εἶναι προερῶ, προεῖπον, πρκμ. προείρηκα)· ― παθ. μέλλ. (ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ) Ξεν. Ἱππαρχ. 2. 7· πρκμ. -ηγόρευμαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 1. 2, 35. Λέγω τι πρότερον, τι Θουκ. 1. 68, 2. 13· μετ’ ἀπαρ. λέγωδιακηρύττω ἐκ τῶν προτέρων ὅτι..., Ἡρόδ. 1. 74, 91, Πλάτ. Κρίτων 51D· πρ. ὅτι…, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 3· ὡς..., αὐτόθι 7. 5, 34· - ― λέγωσυμβουλεύω ἐκ τῶν προτέρων, νουθετῶ, πολλοῖς πρ. τὰ μὲν ποιεῖν τὰ δὲ μὴ π. Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 4, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 907D. 2) προλέγω, προφηεύω, τὸ μέλλον Ξεν. Συμπ. 4. 5· τὴν Χριστοῦ ἄφιξιν Ἰουστ. Μάρτ. ΙΙ. λέγω ἐνώπιον πάντων, διακηρύττω, δημοσίᾳ ἀγγέλλω, κηρύττω, τι Ἡρόδ. 7. 10, 4., 8. 83· τινί τι ὁ αὐτ. 1. 153· ἰσονομίην ὑμῖν πρ. ὁ αὐτ. 3. 142· πόλεμόν τινι Θουκ. 1. 131, Δημ. 157. 19, κτλ.· μάλιστα ἐπὶ κήρυκος ἢ δημοσίου ὑπαλλήλου Ἡρόδ. 3. 61, 62· ὡσαύτως διὰ κήρυκος προκηρύσσω τι, ὁ αὐτ. 1. 22· πρ. ὑπὸ κήρυκος ὁ αὐτ. 9. 98 (ἂν καὶ τὸ ἀναγορεύειν ἦτο κυρίως ἡ ἐπὶ κηρύκων ἐν χρήσει λέξις, τὸ δὲ προαγορεύειν ἐπὶ ἀρχόντων, Ξεν. Ἀν. 2. 2, 20). 2) μετ’ ἀπαρ., δημοσίᾳ παραγγέλλω, διατάττω, πρ. ὑμῖν παρεῖναι Ἡρόδ. 1. 125, πρβλ. 6. 37· πρ. τοῖς πολίταις μὴ κινεῖν..., ἀπαγορεύω εἰς αὐτοὺς νά..., Πλάτ. Πολ. 426C, κτλ.· ὡσαύτως ἄνευ δοτ., τοὺς Ἕλληνας πρ. αὐτονόμους ἀφιέναι Θουκ. 1. 140, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 38· πρ. ἀπέχεσθαι, διατάττει πάντας νὰ ἀπέχωνται, Ἀριστ. Ἀποσπ. 385. ― Παθ., γυμνάζεσθαι προαγορεύεται... ἅπασι Ξεν. Λακ. 12. 5, κλπ.· τὰ προηγορευμένα ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 1. 2, 35. 3) δηλῶ εἰς ἀνθρώπους κατηγορουμένους ἐπὶ φόνῳ ὅτι εἶναι ἀποκεκλεισμένοι, τῆς κοινωνίας, πρ. εἵργεσθαι τῶν νομίμων Ἀντιφῶν 145. 23 κἑξ., πρβλ. 130. 23, Ἰσοκρ. 73D· ἀπολ., Ἀντιφῶν 147. 9· τὴν πρόρρησιν προαγ. Πλάτ. Νόμ. 871Β· πρβλ. προαγόρευσις ΙΙ. 2, προειπεῖν ΙΙ, πρόρρησις ΙΙ. 2. 4) παραγγέλλω εἰς τοὺς μέλλοντας νὰ δικασθῶσι νὰ ἐμφανισθῶσιν εἰς τὸ δικαστήριον, Δημ. 1160. 20, Πλουτ. Κοριολ. 18. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προαγορεύσας· προειπὼν, προφητεύσας, προξενήσας».