νωτίζω

From LSJ
Revision as of 10:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νωτίζω Medium diacritics: νωτίζω Low diacritics: νωτίζω Capitals: ΝΩΤΙΖΩ
Transliteration A: nōtízō Transliteration B: nōtizō Transliteration C: notizo Beta Code: nwti/zw

English (LSJ)

only in aor. exc. in compd. ἀπο-,

   A turn one's back, οἱ δὲ . . πρὸς φυγὴν ἐνώτισαν turned their backs and fled, E.Andr.1141 : c. acc. cogn., παλίσσυτον δράμημα νωτίσαι S.OT193 : abs., νωτίσας θυέτω IPE2.342 (Phanagoria).    II cover the back of, βρέφος E. Ph.654 (lyr.).    III skim the surface of, πόντον νωτίσαι A.Ag. 286.    IV Med., νωτίσασθαι carry on the back, Hsch.

German (Pape)

[Seite 273] 1) den Rücken wenden, machen, daß Einer den Rücken zukehrt, d. i. in die Flucht schlagen, VLL.; u. sc. ἑαυτόν, den Rücken wenden, fliehen, πρὸς φυγὴν ἐνώτισαν, Eur. Andr. 1142; vgl. Soph. O. R. 193, Ἀρεα παλίσσυτον δράμημα νωτίσαι πάτρας ἄπουρον, d. i. Ares flieht, er wendet rückwärts den Lauf. – 2) den Rücken bedecken; ὥςτε πόντον νωτίσαι, so daß die Flamme den Rücken des Meeres bedeckt, über den Rücken des Meeres hinleuchtet, Aesch. Ag. 277; ὃν ἔρνεσι κατασκίοισιν ἐνώτισε, Eur. Phoen. 657.

Greek (Liddell-Scott)

νωτίζω: (νῶτον) Τραγ. ῥῆμα, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἀόρ., πλὴν ἐν τῷ συνθέτῳ ἀπο-˙ στρέφω τὰ νῶτα, Λατ. lerga dare, οἱ δὲ… πρὸς φυγὴν ἐνώτισαν, ἔστρεψαν τὰ νῶτα καὶ ἔφυγον, Εὐρ. Ἀνδρ. 1141˙ μετὰ συστοίχου αἰτ., παλίσσυτον δράμημα νωτίσαι, παλινδρομῆσαι (Σχόλ.), Σοφ. Ο. Τ. 193. ΙΙ. καλύπτω τὰ νῶτά τινος, τινὰ Εὐρ. Φοίν. 654, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 362, καὶ ἴδε νώτισμα˙ ὡσαύτως, πόντον ὥστε νωτίσαι, οὕτως ὥστε νὰ περάσῃ ὑπὲρ τὰ νῶτα τῆς θαλάσσης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 286 ἴδε νῶτον ΙΙ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «νωτίζειν˙ διώκειν, τρέπειν».