ἀκή
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
(A), ἡ, (cf. ἀκίς)
A point, Hsch., Suid.
ἀκή (B), ἡ, (cf. ἀκᾷ)
A silence, ἀκὴν ἔχεν Mosch.2.18; ἀκὴν ἦγες Hsch.
ἀκή (C), ἡ, (cf. ἀκέομαι)
A healing, Hp.Mochl.21, cf.Hum.1.
German (Pape)
[Seite 71] ἡ, die Spitze, nur bei VLL.; vgl. ἀκωκή. ἀκίς. acuo. S. auch ἀκήν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκή: ἡ, οὐσιαστ. ἀναφερόμενον ὑπὸ Γραμμ. (Ἡσύχ., Σουΐδ., Εὐστ., Ἐτυμ. Μ.) μετὰ τριῶν σημασιῶν. Ι. αἰχμή, (πρβλ. ἀκίς, ἄκων, ἄκαινα, ἄκανος, ἀκόνη, ἄκρος, ὠκύς, τὴν κατάλ. -ήκης, τὴν μετοχ. ἀκαχμένος, ὡσαύτως ἀκωκή. Ἴσως δὲ καὶ ἀκμή, αἰχμή, Σανσκρ. açan (βέλος), âçus (ταχύς), Ζενδικ. aku (ἀκωκή), Λατ. acus, acuo, acer, ocior καὶ ἴσ. acies, Παλαιὰ Ὑψ. Γερμ. egg-ja (acuo). ΙΙ. σιγή, ἡσυχία, σιωπή, (πρβλ. ἀκήν, ἀκέων, ἀκᾶ, ἄκασκα, ἀκασκαῖος, ἦκα, ἤκιστα, ἤκαλος). ΙΙΙ. θεραπεία, (ὁπόθεν ἀκέομαι, ἴσως δὲ καὶ αἰκάλος, αἰκάλλω), Ἱππ. 853C, 866Β. - Ὁ Κούρτιος ὑποπτεύει ὅτι αἱ σημ. ΙΙ. καὶ ΙΙΙ. ἀνήκουσιν εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν, καθότι ἡ κοινὴ ἀμφοτέρων ἔννοια εἶναι ἡ τῆς ἡσυχίας, πραότητος ἢ ἡμερότητος.