θέα

From LSJ
Revision as of 11:40, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέᾱ Medium diacritics: θέα Low diacritics: θέα Capitals: ΘΕΑ
Transliteration A: théa Transliteration B: thea Transliteration C: thea Beta Code: qe/a

English (LSJ)

Ion. θέη, ἡ, (θεάομαι)

   A seeing, looking at, θέης ἄξιος, = ἀξιοθέητος, Hdt.1.25, cf. X.HG6.2.34; θέαν λαβεῖν to take or get a view, S. Ph.536, 656; ἐς θέαν [τινὸς] ἔρχεσθαι, ἐπὶ θέαν τἀνδρὸς ἐλθεῖν, to go to see, E.IA427, Pl.La.179e; κατὰ θέαν ἀναβαίνειν τοῦ χωρίου Th. 5.7, cf. 9, 6.31; ἠγριωμένος ἐπὶ τῇ θέᾳ τινός at the sight of... X. Cyr.1.4.24; βαδίζειν ἐπὶ κωμῳδῶν θέαν Id.Oec.3.7.    b of the mind, contemplation, ἡ τοῦ ὄντος θ. Pl.R.582c, cf. Arist.Ph.209b20, etc.    2 aspect, διαπρεπὴς τὴν θ. E.IA1588; αἰσχρὰν θ. παρέχειν X.Eq.7.2; ἀπὸ τῆς θ. εἰκάζειν Luc.VH1.11; ὑποδῦσα θέαν ἀνθρώπου having assumed the appearance of a human being, Palaeph.48.    II that which is seen, sight, Ζηνὶ δυσκλεὴς θ. A.Pr.243; μάλ' ἄζηλος θ. S.El.1455; ὡς ἴδω πικρὰν θ. E.Hipp.809; ἀταρβὴς τῆς θ. without fear of the sight, S.Tr.23: pl., θέαι ἀμήχανοι τὸ κάλλος Pl.R.615a.    2 spectacle, performance, in a theatre or elsewhere, Thphr.Char.5.7, etc.; ἐν ταῖς θ. καὶ ἐν ταῖς πομπαῖς CIG3068 A 22 (Teos), cf. Plu.Caes. 55, Brut.21, Hdn.1.15.1(pl.); μεγάλαι θ.,= Ludi Magni, Plu.Cam. 5.    III place for seeing from, seat in the theatre (cf. αἴγειρος), θέαν εἰς τὰ Διονύσια κατανεῖμαι τοῖς πρέσβεσι Aeschin.2.55, cf. D.18.28; θέαν καταλαμβάνειν to occupy one, Id.21.178; προκαταλαμβάνειν Luc.Herm.39; ἔχειν ἐν τῷ θεάτρῳ Plu.Flam.19, etc.    2 auditorium, IG22.1176.    IV αἴδεσσαί με θέας ὕπερ revere me by thy countenance, dub. in h.Cer.64 codd. (prob. θεὰν σύ περ).

German (Pape)

[Seite 1189] ἡ, der Anblick, das Ansehen, Schauspiel; Aesch. Prom. 241; ὄμμασιν θέαν λαβεῖν, sehen, Soph. Phil. 532; ὅστις ἦν θακῶν ἀταρβὴς τῆς θέας Tr. 23; ὡς ἴδω πικρὰν θέαν Eur. Hipp. 825; εἰς θέαν ἔρχεσθαι I. A. 427; ἔλαφος διαπρεπὴς τὴν θέαν, ausgezeichnet von Ansehen, 1588; θέης ἄξιος, sehenswerth, Her. 1, 25, wie sonst ἄξιος θέας, Plat. Rep. IV, 445 c Xen. Hell. 6, 2, 34 u. A.; ἐλθεῖν Lach. 179 e; ἐπὶ τῇ θέᾳ ἀγριοῦσθαι, bei dem Anblick, Xen. Cyr. 1, 4, 24; Sp. bes. vom Schauspiel, μονομάχους ἐπὶ θέᾳ Ῥωμαίων ἔτρεφε Plut. Brut. 13; αἱ τῆς θέας ἡμέραι Hdn. 1, 15, 5; dah. αἱ θέαι, Festspiele, spectacula, Plut. Caes. 55 u. öfter bei Hdn., z. B. δημοσίᾳ θέας ἐτέλεσεν 1, 15, 1; αἱ μεγάλαι θέαι, ludi magni, Plut. Brut. 21. – Geistig, Betrachtung, ἡ τοῦ ὄντος θέα Plat. Rep. IX, 582 c. – Auch der Schauplatz, Ort zum Anschauen, θέαν εἰς τὰ Διονύσια κατανεῖμαι τοῖς πρέσβεσι Aesch. 2, 55; Sp., Luc. Hermot. 39; Polyaen. 4, 6, 1; θέαν ἔχειν ἐν θεάτρῳ, einen Sitz im Theater haben, Plut. Flam. 19.

Greek (Liddell-Scott)

θέᾱ: Ἰων. θέη, ἡ, (ἴδε ἐν λ. θάομαιθεωρία, ὄψις, κύτταγμα, θέης ἄξιος = ἀξιοθέητος, Ἡρόδ. 1. 25, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 34˙ θέαν λαμβάνω, λαμβάνω θέαν, θεῶμαι, βλέπω, Σοφ. Φ. 536, πρβλ. 656˙ εἰς θέαν τινὸς ἔρχεσθαι, ἐπὶ θέαν ἐλθεῖν Εὐρ. Ι. Α. 427, Πλάτ. Λάχ. 179Ε˙ ἐπὶ τῇ θέᾳ τινὸς Ξεν. Κύρ. 1. 4, 24˙ βαδίζειν ἐπὶ κωμῳδῶν θέαν ὁ αὐτ. Οἰκ. 3. 7˙ ἴδε ἐν λ. διέξοδος. β) ἐπὶ τοῦ πνεύματος, Ἀριστ. Φυσ. 4. 2, 8, κτλ. 2) ὄψις, διαπρεπὴς τὴν θέαν (=ἰδεῖν) Εὐρ. Ι. Α. 1588˙ αἰσχρὰν θέαν παρέχειν Ξεν. Ἱππ. 7, 2˙ ἀπὸ τῆς θέας εἰκάζειν Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 11. ΙΙ. τὸ θεωρούμενον θέαμα, Ζηνὶ δυσκλεὴς θ. Αἰσχύλ. Πρ. 241˙ μάλ’ ἄζηλος θ. Σοφ. Ἠλ. 1455˙ ὡς ἴδω πικρὰν θ. Εὐρ. Ἱππ. 809˙ ἀταρβὴς τῆς θέας, μὴ φοβούμενος τὸ θέαμα, Σοφ. Τρ. 23˙ πληθ., θέαι ἀμήχανοι τὸ κάλλος Πλάτ. Πολ. 615Α. 2) αὐτὸ τὸ θέαμα, Πλούτ. Καίσ. 55, Βρούτ. 21, κτλ. ΙΙΙ. τὸ μέρος, ἐξ οὗ θεᾶταί τις, θέσις, ἑδώλιον ἐν τῷ θεάτρῳ, θέαν εἰς τὰ Διονύσια κατανεῖμαι τοῖς πρέσβεσι Αἰσχίν. 35. 11, πρβλ. Δημ. 234. 24˙ θέαν καταλαμβάνειν, καταλαμβάνω κάθισμα, ὁ αὐτ. 572. 12˙ θέα ἡδωλιασμένη Dittenb. SIG. 432, 2˙ προσκαταλαμβάνειν Λουκ. Ἑρμοτ. 39˙ ἔχειν ἐν τῷ θεάτρῳ Πλούτ. Φλαμ. 19, κτλ.