μάθος
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
[ᾰ], τό, poet. and Ion. for μάθησις, Alc.104, Ar.Fr.814; opp. πάθος, as μαθήματα to παθήματα, A.Ag.177 (lyr.). II custom, πλέων τοῦ μάθεος Hp.Mul.1.6,61.
German (Pape)
[Seite 81] τό, ion. u. ep. = μάθησις, ἡ, Klugheit, τῷ πάθει μάθος θέντα, Aesch. Ag. 170, der uns lernen läßt in Leid; Hdn. π. μ. λ. 36 aus Alcae.
Greek (Liddell-Scott)
μάθος: τό, ποιητ. καὶ Ἰων. ἀντὶ τοῦ μάθησις, Ἀλκαῖ. 102, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 645· ἀντίκειται πρὸς τὸ πάθος, ὡς τὰ μαθήματα πρὸς τὰ παθήματα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 177. II. ὡσαύτως παρ’ Ἱππ. = ἔθος, συνήθεια, πλείων τοῦ μάθεος 592. 50 (ἔνθα ὑπάρχει καὶ γλώσσημα: τοῦ συνήθεος)· ἐπὴν πλέονα τοῦ μάθεος φάγῃ 612. 49· οὕτω, πλέονα τῆς μαθήσιος 593. 8· πρότερον τοῦ μεμαθηκότος 646. 40· πρβλ. μανθάνω II.