ἀπογράφω
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
English (LSJ)
A write off, copy, and in Med., have a thing copied, have a copy made of, τι Pl.Chrm. 156a, Plu.2.221b; commit to writing, ὀνόματα Pl.Criti.113b. II enter in a list, register, ἔθνος ἓν ἕκαστον ἀπέγραφον οἱ γραμματισταί Hdt. 7.100:—Pass., to be registered, παρὰ τοῖς ἄρχουσι Pl.Lg.914c, cf. Men. 272; πρὸς τὸν ἄρχοντα Is.6.44:—freq. Med., register as one's own property, ἄρνας δέκα δύο POxy.246.10 (i A. D.); declare as liable to taxation, PTaur.1 vii 11 (ii B. C.), etc. 2 Med. also, register, note for one's own use, τὰ ἔτεα Hdt.2.145, 3.136, cf. Heraclid.Pont. ap. Ath.11.554e, etc. 3 Med., register oneself, οἱ Ἐλευσῖνάδε ἀπογραψάμενοι Lys.25.9; πρὸς τὸν ταξίαρχον εἰς τὴν τάξιν X.Cyr.2.1.18; ἔξεστι πᾶσιν ἀπογραψαμένοις ἐκκλησιάζειν Arist.Pol.1297a24; φυλῆς ἧστινος ἂν ἀπογράψηται IG2.54b11 (iv B. C.); ἀπεγράψανθο ἐμ πελτοφόρας ib.7.2823 (Boeot.); ἀ. εἰς ἀγῶνας πυγμὴν ἢ παγκροάτιον enter oneself for .., Plb.39.1.8; but ἀπογραψάμενος πύκτης AP11.75 (Lucill.); γέρδιος -όμενος POxy.252.4 (i A. D.); ἐπὶ στρατηγίαν ἀ. enter as candidate for .., Plu.Sull.5; also ἀπογράψομαι ἐμαυτόν PGrenf.1.45.6 (ii B. C.); αὑτοὺς ἀ. Plu.Nic.14. b metaph., subscribe to, τῇ ἐμῇ αἱρέσει Vett.Val.271.18. III as Att. law-term, 1 ἀ. τινά enter a person's name for the purpose of accusing him, give in a copy of the charge against him, And.1.12, etc.; generally, inform against, denounce, X.HG3.3.11: c. acc. et inf., ἀ. τινὰ μορίαν ἀφανίζειν Lys.7.29: Med., enter one's name as an accuser, indict, τινά Antipho6.37: abs., ibid.; of the magistrate who receives the charge, ἀπογράφεσθαι τὴν δίκην Antipho6.41:—in Pass., of the person accused, ἀ. φόνου δίκην ib.36, Lys.7.2, etc. 2 hand in a list or inventory of property alleged to belong to the state, but held by a private person, Id.17.4, al., D.53.1,2; ἀ. οὐσίαν τινὸς ὡς δημοσίαν οὖσαν Hyp.Eux.34; generally, give in a list or statement of property, τοῖς ἄρχουσι τὸ πλῆθος τῆς αὑτῶν οὐσίας Pl.Lg.754d; τὰ χωρία καὶ τὰς οἰκίας D.22.54:—Pass., 40.22:—Med., have such list given in, see it done, Lys.12.8,al.; ἀπογραφὴν ἀπογράψασθαι D.42.16; τίμημα μικρόν Is.7.39, cf. 11.34; ἀ. ἀπόλειψιν have it registered, D.30.17. b c. acc. pers., ἀπέγραψεν ταῦτα . . ἔχοντα αὑτόν gave a written acknowledgement that he was in possession of... Id.27.14; but ἔχειν ib.47:—in Pass., to be entered in the list [of debts], Id.25.71.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπογράφω: [ᾰ]: μέλλ. -ψω, καταγράφω, ἀντιγράφω, καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, βάλλω τινὰ νά μοι κάμῃ ἀντίγραφον, νὰ ἀντιγράψῃ τι δι’ ἐμὲ, Πλάτ. Χαρμ. 156Α, Πλούτ. 2. 221Β: μεταφράζω, ὀνόματα Πλάτ. Κριτί. 113Β. ΙΙ. καταγράφω ἐν καταλόγῳ, ἔθνος ἓν ἔκαστον… ἀπέγραφον οἱ γραμματισταὶ Ἡρόδ. 7. 100· μέσ. ποιοῦμαι καταγραφὴν πρὸς ἐμὴν χρῆσιν, ὁ αὐτ. 5. 29: - Παθ. ἐγγράφομαι, καταγράφομαι, παρὰ τοῖς ἄρχουσι Πλάτ. Νόμ. 914C, πρβλ. Μένανδ. ἐν «Κεκρυφάλῳ» 1· πρὸς τὸν ἄρχοντα Ἰσαῖος 60. 34: πρβλ. συναπογράφομαι. 2) Μέσ. ὡσαύτως, καταγράφω πρὸς χρῆσίν μου, τὰ ἔτεα Ἡρόδ. 2. 145., 3. 136, Πλάτ., κτλ. 3) Μέσ. ὡσαύτως, δίδω τὸ ὄνομά μου, ἐγγράφομαι ἐν τῷ καταλόγῳ, Λυσ. 172. 1· πρὸς τὸν ταξίαρχον εἰς τὴν τάξιν Ξεν. Κύρ. 2. 1, 18· ἔξεστι τοῖς ἀπογραψαμένοις ἐκκλησιάζειν Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 13, 3· ἀπογρ. ἐμπελτοφόρας (ὅ ἐ. εἰς πελτοφόρους) (Keil) Ἐπιγρ. Δελφ. 4· οὕτως, εἰς τοὺς γυμνικοὺς ἀγῶνας ἀπογραψάμενος πυγμὴν ἢ παγκράτιον, ἐγγραφεὶς διά..., Πολύβ. 40. 6, 8, (ἀπογραψάμενος πύκτης Ἀνθ. Π. 11. 75)· ἐπὶ στρατηγίαν ἀπ., ἐγγράφομαι ὡς ὑποψήφιος διὰ τὴν στρατηγίαν, Πλουτ. Σύλλ. 5· ἐγγράφομαι ὡς πολίτης, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 13. 3. ΙΙΙ. ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, 1) ἀπ. τινά, ἐγγράφω τινὸς τὸ ὄνομα ὅπως εἰσαγάγω κατηγορίαν κατ’ αὐτοῦ, εἰσάγω, παραδίδω ἀντίγραφον τῆς κατ’ αὐτοῦ κατηγορίας, Ἀνδοκ. 2. 46, κτλ.: - καθόλου, καταμηνύω, αποκηρύττω τινά, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 11· μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρ., Λυσ. 111. 2: - Μέσ., ἐγγράφω τὸ ὄνομά μου ὡς κατηγόρου, ἐγκαλῶ, Ἀντιφῶν 145. 29 κἑξ.· ἀπ. ἀπογραφὴν Δημ. 1043 ἐν τέλ. ἐπὶ τοῦ ἄρχοντος πρὸς ὃν γίνεται ἡ καταγγελία, ἀπογράφεσθαι τὴν δίκην Ἀντιφῶν 146. 13, κτλ.: ἐν τῷ παθ., ἐπὶ τοῦ κατηγορουμένου προσώπου, ἀπ. φόνου δίκην ὁ αὐτ. 145. 32, Λυσ. 108. 25, κτλ. 2) εἰσάγω, δίδω κατάλογον, ἐν ᾧ ὑπάρχει καταγεγραμμένη ἡ περιουσία, περὶ ἧς ὑπάρχει ἰσχυρισμός ὅτι ἀνήκει εἰς τὴν πολιτείαν, ἐνῷ κατακρατεῖται ὑπό τινος πολίτου, Λυσ. 148. 26, κτλ., πρβλ. Δημ. 1246. 7. 20· ἀπ. οὐσίαν τινὸς ὡς δημοσίαν οὖσαν Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξενίππου 43, πρβλ. Δημ. 752. 7: - καθόλου, εισάγω κατάλογον ἢ καταγραφὴν περιουσίας, τὸ πλῆθος τῆς αὐτῶν οὐσίας Πλάτ. Νόμ. 754D· τὰ χωρία, τὰς οἰκίας, τὴν οὐσίαν Δημ. 609, ἐν τέλ., 1015. 10:- Μέσ., ἐνεργῶ ὥστε τοιοῦτος κατάλογος νὰ εἰσαχθῇ, φροντίζω ὥστε νὰ γείνῃ τὸ τοιοῦτο, Λυσ. 120. 44, κ. ἀλλ.· ἀπογραφὴν ἀπογράψασθαι Δημ. 1043 ἐν τέλ., πρβλ. Ἰσαῖον 67. 23., 87. 25· τὴν ἀπόλειψιν οὗτοι πρὸς τὸν ἄρχοντ’ ἀπεγράψαντο Δημ. 868. 17. β) ὡσαύτως μετ’ αἰτ. προσ., ἀπέγραψε ταῦτα... ἔχοντα αὐτὸν, ἐγγράφως ἀνεγνώρισεν ὅτι εἶχεν εἰς τὴν κατοχὴν αὑτοῦ..., ὁ αὐτ. 817 ἐν τέλ., πρβλ. 828. 15: - ἐν τῷ παθ., καταγράφομαι ἐν τῷ καταλόγῳ [τῶν χρεῶν], ὁ αὐτ. 791. 24. Πρβλ. ἀπογραφὴ καὶ Att. Process. 255.
French (Bailly abrégé)
f. ἀπογράψω, ao. ἀπέγραψα, etc.
I. enregistrer;
II. t. de droit :
1 déposer une plainte écrite contre ; informer contre;
2 faire un inventaire de biens confisqués;
3 inscrire sur une liste de débiteurs;
Moy. ἀπογράφομαι;
1 copier (une peinture, un écrit, etc.);
2 enregistrer pour son usage, acc.;
3 se faire inscrire sur les registres : πρός τινα en donnant son nom à un magistrat, etc. ; abs. (en parl. de soldats qui se font enrôler, d’athlètes, de candidats) ἐπὶ στρατηγίαν ἀπ. PLUT se faire inscrire comme candidat pour la préture.
Étymologie: ἀπό, γράφω.