ἀμέλγω
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
[ᾰ], fut.
A -ξω Theoc.23.25, milk, with acc. of animals milked, μῆλα . . ὅσσ' ἤμελγε Od.9.238; ἤμελγεν ὄϊς καὶ μηκάδας αῖγας ib. 244; βόας Theoc.4.3: metaph., ἀμέλγεις τοὺς ξένους you drain them of all they have, Ar.Eq.326: prov., ἀ. τὸν τράγον, of wasted labour, Plb.33.21.1, Luc.Demon.28:—Med., ἀ. χροὸς αἷμα Nic.Al.506: metaph., ἐκ Σαπφοῦς τόδ' ἀμελγόμενος μέλι τοι φέρω Lyr.Adesp. 62. 2 such up moisture, of the sun, Nonn.D.2.500. II c.acc., of milk, ἀ. γάλα Hdt.4.2:—Pass., ὄϊες . . ἀμελγόμεναι γάλαλευκόν milch-ewes, Il.4.434; γάλα πολὺ ἀ. Arist.HA523a7, cf. 522a15; νέκταρ ἀμέλγονται Ion Eleg.1:—Med., let such, Opp.C.1.437. 2 metaph., squeeze out like milk, press out, ἐκ βοτρύων ξανθὸν ἄμελξε γάνος AP9.645 (Maced.); δάκρυ ἠλέκτροιο D.P.293. III drink, αὐτὸ λαβὼν ποτὶ χεῖλος ἀμέλξω Theoc.23.25, cf. Bion 1.48, Nonn.D. 12.321:—Med., ib.12.320, al. (ἀ- euph., cf. mulgeo, milk.)
German (Pape)
[Seite 121] (mulgere), melken, Hom. fünfmal, Od. 9, 238 μῆλα, πάντα μάλ' ὅσσ' ἤμελγε, 244. 341 ἑζόμενος δ' ἤμελγεν ὄις καὶ μηκάδας αἶγας, 308 ἤμελγε κλυτὰ μῆλα; Iliad. 4, 434 ὄιες ἀμελγόμεναι γάλα λευκόν; – μόσχους Eur. Cycl. 388; Theocr. 11, 75; γάλα Her. 4, 2. – Med., saugen lassen, Opp. C. 1, 437. – Uebh. vom Auspressen, Aussaugen flüssiger Dinge, bei Sp. D.; φάρμακον ἀμέλξω Theocr. 23, 25; φίλτρον Bion. 1. 48; vom Wein νέκταρ ὀπώρης ἀμ. Nonn. 12, 320; vgl. Maced. 32 (IX, 645); νέκταρ ἀμέλγονται Ion bei Ath. X, 447 d; ἰκμάδα λειριόεσσαν ἀμ., das zarte Naß lecken, Nonn. 26, 196; vom Blutegel, saugen, Nic. Al. 506; von Bienen Nonn. 5, 246; auch der Mond, πῦρ ἠελίοιο ἀμ., Nonn. 5, 166. – Uebertr., wie unser aussaugen, ξένους καρπίμους Ar. Equ. 326.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμέλγω: [ᾰ]: μέλλ. -ξω, = ἀρμέγω, μετ’ αἰτ. τοῦ ἀμελγομένου ζῴου, μῆλα..., ὅσσ’ ἤμελγε Ὀδ. Ι. 238· ἤμελγεν ὄϊς καὶ μηκάδας αἶγας αὐτόθι 244: βόας Θεόκρ. 4. 3: - Μέσ. μετὰ μεταφ. σημασίας ἀμέλγεσθαι τοὺς ξένους, λαμβάνω ὅ,τι ἔχουν, τοὺς γυμνώνω, κοινῶς: «τοὺς ἀρμέγω», Ἀριστοφ. Ἱππ. 325· ἀμ. χροὸς αἷμα Νικ. Ἀλεξιφ. 506. ΙΙ μετ’ αἰτ. τοῦ ἀμελγομένου ἐκ τῶν ζῴων γάλακτος, ἀμ. γάλα Ἡρόδ. 4. 2· καὶ κατὰ παθ., ὄϊες... ἀμελγόμεναι γάλα λευκὸν Ἰλ. Δ. 434· γάλα πολὺ ἀμ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 21, 6, πρβλ. 20, 10· νέκταρ ἀμέλγονται Ἴων 1 Bgk.: - Μέσ. ἐπιτρέπω νὰ θηλάσῃ Ὀππ. Κ. 1. 437. 2) μεταφ. ἐκθλίβω τι ὡς γάλα, ἐξάγω· ἐκ βοτρύων ξανθὸν ἔμελξε γάνος Ἀνθολ. Π. 9. 645· δάκρυ ἠλέκτροιο Διον. Π. 293. ΙΙΙ. πίνω «βυζαχτά», αὐτὸ λαβὼν ποτὶ χεῖλος ἀμέλξω Θεόκρ. 23. 25: -πρβλ. Βίωνα 1. 48, καὶ συχν. παρὰ Νόνν. (Ἐκ √ΜΕΛΓ, μετὰ προθεματ. α παράγεται καὶ τὸ ἀμολγεύς, κτλ. πρβλ. Λατ. mulctra, κτλ.: Παλαιοσκανδιν. milk-ja, Παλ. Ὑψ. Γερμ. milch-u, Λιθ. mélz-u, (mulgeo). Ἡ√ΜΕΡΓ (ἴδε ἀμέργω) εἶναι συγγενής· ἀλλὰ ὁ ἔχων τὸ Λ τύπος περιορίζεται εἰς τὰ Εὐρωπαϊκὰ ἔθνη: πρβλ. τὸ τῆς λαλουμένης «ἀρμέγω». Τὸ Λατ. mulceo ὁ Κούρτιος τὸ ἀνάγει εἰς ἄλλην ῥίζαν.
French (Bailly abrégé)
impf. ἤμελγον, f. ἀμέλξω, ao. ἤμελξα, pf. inus.
Pass. f. et ao. inus., pf. ἤμελγμαι;
1 traire : μῆλα, ὄϊς des brebis ; βόας des vaches ; γάλα du lait ; ὄϊες ἀμελγόμεναι γάλα IL brebis dont on trait le lait;
2 sucer, boire, acc..
Étymologie: ἀ- prosth., R. Μελγ traire ; cf. lat. mulgeo, all. Milch, angl. milk.