κάρτα

From LSJ
Revision as of 19:32, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρτᾰ Medium diacritics: κάρτα Low diacritics: κάρτα Capitals: ΚΑΡΤΑ
Transliteration A: kárta Transliteration B: karta Transliteration C: karta Beta Code: ka/rta

English (LSJ)

(cf. κράτος), Adv., freq. in Ion. and Trag., rare in Com. and Att. Prose (v. infr.):—with Adjs. and Advbs.,

   A very, extremely; with Verbs, very much; κ. κακῶς ῥιγῶ Hippon.16; ἐσθλοὺς κ. μαχητάς Aristeas Epic.Fr.3; κ. ἀπὸ θερμέων Χωρέων very hot, Hdt.2.27; κ. θεραπεύειν τινά, opp. μετρίως, Id.3.80; κ. δεόμενος Id.8.59; κ. ὀξύ Hp. Acut.58; κ. πρευμενεῖς A.Ag.840; κ. ἰδεῖν ὁμόπτερος Id.Ch.174; εἰ καὶ μακρὰ κ. ἐστίν S.Tr.1218; ὥς σου κ. νῦν μνείαν ἔχω E.Med.328, cf. 222, etc.; once in Pl., πηλοῦ κ. βραχέος Ti.25d; ληρεῖς ἔχων κ. Ar. Av.342 (troch.).    2 surely, in very deed, κ. δ' ἔστ' ἐγχώριος A.Th. 413; κ. δ' ὢν ἐπώνυμος true to thy name, Id.Eu.90, cf. Th.658; κ. δ' εἰμὶ τοῦ πατρός all on the father's side, Id.Eu.738; κ. δ' εἴσ' ὅμαιμοι Id.Th.939 (lyr.); ἦ κ. Id.Ag.592, 1252, S.El.312, 1278, etc.; σὺ δὲ κ. φείδῃ Amips.22.    3 καὶ κ., used to increase the force of a previous statement, τὰ ἀνέκαθεν λαμπροί, ἀπὸ δὲ Ἀλκμέωνος . . καὶ κ. λαμπροί Hdt.6.125; esp. in dialogue, yes, verily, ἦ γάρ τινες ναίουσι . .; Answ. καὶ κ. . . S.OC65; ἆρ' ἄν τί μου δέξαιο . .; Answ. καὶ κάρτα γ E.Hipp. 90; once in Ar., καὶ κ. μέντἂν . . καθείλκετε Ach.544; in Hdt. also, τὸ κ. 1.71, 4.181; esp. with a slightly iron. sense, with a vengeance, ἐς ὂ δὴ καὶ τὸ κ. ἐπύθοντο 1.191, cf. 3.104, 6.52.

German (Pape)

[Seite 1330] (vgl. κάρτος), stark, sehr, bes. ion. u. poet.; δοκοῦντας εἶναι κάρτα πρευμενεῖς μοι Aesch. Ag. 814; μολόντα δ' αὐτὸν κάρτα τιμαλφεῖ λεώς Eum. 15; δεῖ κάρτα θύειν Suppl. 445; vgl. ἦ κάρτα unter ἦ; καὶ κάρτα, bejahend, allerdings, ja wohl; κάρτα μαίνομαι Soph. Tr. 446; κάρτ' ἂν εὐτυχεῖν δοκῶ Ai. 257; εἰ καὶ μακρὰ κάρτ' ἐστίν Tr. 1208; κάρτα προσχωρεῖν πόλει Eur. Med. 222; ἥδομαι Her. 1, 27; θεραπεύειν, im Ggstz von μετρίως, 3, 80. 6, 125; καὶ τὸ κάρτα, im höchsten Grade, 6, 52. 8, 27 u. Hippocr. Seltener bei den Komikern, wie Ar. Ach. 518 Av. 342, u. in attischer Prosa; Plat. nur Tim. 25 d als v. l., πηλοῦ κάρτα βαθέος für die vulg. καταβραχέος. Von Sp. Luc. calumn. 3 Plut. de superst. 10.

Greek (Liddell-Scott)

κάρτᾰ: (ἴδε ἐν τέλει):―Ἐπίρρ., συχνάκις ἐν χρήσει ἐν τῷ Ἰωνικῷ πεζῷ λόγῳ τοῦ Ἡροδ. καὶ Ἱππ., καὶ παρὰ Τραγ., ἀλλὰ σπάνιον παρὰ Κωμ. καὶ τοῖς Ἀττ. πεζογράφοις (ἴδε κατωτ.):― μάλα, πάνυ, Λατ. valde admodum· καὶ μετὰ ῥημάτων, σφόδρα, Λατ. vehementer· κάρτα οὐκ οἰκός, σφόδρα ἀπίθανον, Ἡρόδ. 2. 27· κάρ. θεραπεύειν τινά, ἀντίθετον τῷ μετρίως, 3. 80· κ. δεόμενος 8. 59·―οὕτω, κ. πρευμενεῖς Αἰσχύλ. Ἀγ. 840· κ. ἰδεῖν ὁμόπτερος ὁ αὐτ. ἐν Χο. 174· εἰ καὶ μακρὰ κ. ἐστὶν Σοφ. Τρ. 1218· ὥς σου κ. νῦν μνείαν ἔχω Εὐρ. Μήδ. 328, πρβλ. 222, κτλ.· ἅπαξ παρὰ Πλάτ. πηλοῦ κ. βαθέος Τίμ. 25D· ληρεῖς ἔχων κ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 342. 2) συχνάκις λαμβάνει τὴν σημασίαν τοῦ Nel maxim, ὑπὲρ πᾶν μέτρον, «σωστά», ἐντελῶς, μάλιστα, κάρτα δ’ ἔστ’ ἐγχώριος Αἰσχύλ. Θήβ. 413˙ κάρτα δ᾽ ὢν ἐπώνυμος ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 90, πρβλ. Θήβ. 658· κ. δ’ εἰμὶ τοῦ πατρός, ἐντελῶς μὲ τὸ μέρος τοῦ πατρός μου, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 738· κ. δ’ εἴσ’ ὅμαιμοι ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 940:―οὕτω καί, ἦ κάρτα ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 592, 1252, Σοφ. Ἠλ. 312, 1278, κτλ.· σὺ δὲ κ. φείδῃ Ἀμειψίας ἐν Ἀδήλ. 1. 5. 3) καὶ κάρτα, ἐνισχύει τὴν δύναμιν τοῦ προηγουμένως ῥηθέντος, τὰ ἀνέκαθεν λαμπροί, ἀπὸ δὲ τούτου… καὶ κάρτα λαμπροὶ Ἡρόδ. 6. 125· ἰδίως ἐν διαλόγῳ, ἦ γάρ τινες ναίουσι…;―’Aπόκρισις, καὶ κάρτα…, Σοφ. Ο.Κ. 65· ἆρ’ ἄν τι μου δέξαιο…; - Ἀπόκρισις καὶ κάρτα γ’ Εὐρ. Ἱππ. 90· ἅπαξ παρ’ Ἀριστοφ. καὶ κ. μεντἂν… καθείλκετε Ἀχ. 544: -ὁ Ἡρόδ. ἀείποτε χρῆται τῷ: τὸ κάρτα ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας μετ’ ἐλαφρᾶς εἰρωνείας, ἐς ὃ δὴ καὶ τὸ κ. ἐπύθοντο 1. 191, πρβλ. 71., 3. 104., 4. 181. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ αἱ λέξεις κάρτος, κράτος, κράτιστα, πρβλ. Ἀρχ. Ὑψηλ Γερμ. harto, πολύ).- Καθ’ Ἡσύχ.: «κάρτα· πάνυ, λίαν, μεγάλως».

French (Bailly abrégé)

adv.
fortement, fort, très, tout à fait (cf. lat. valde) ; ἦ κάρτα SOPH, καὶ κάρτα HDT tout à fait, assurément, certes ; καὶ τὸ κάρτα HDT m. sign. ; καὶ κάρτα SOPH, καὶ κάρτα γε EUR certes oui, pour sûr en vérité.
Étymologie: cf. κάρτερος, κράτος.