τετρακόσιοι
ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγω → however, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess
English (LSJ)
αι, α, Dor. τετρα-κάτιοι [κᾰ] Tab.Heracl.1.52, etc.; poet. (once) tetrhkoϟsioi AP11.67 (Myrin.):—
A four hundred, Hdt.1.178, etc.: in sg., τ. ἀσπίς X.An.1.7.10. II οἱ τ., at Athens, 1 the oligarchy established in 411 B.C., Th.8.69, Lys.30.7, Decr. ap. And. 1.78, etc. 2 a more ancient Council, Ael.VH5.13.
German (Pape)
[Seite 1098] vierhundert, Her. 1, 178 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰκόσιοι: -αι, -α, ὡς καὶ νῦν, Ἡρόδ. 1. 178, κλπ.· ἐν τῷ ἑνικῷ, τ. ἀσπὶς Ξεν. Ἀν. 1. 7, 10. ΙΙ. οἱ τετρακόσιοι, ἐν Ἀθήναις: 1) ἡ ὀλιγαρχία ἡ κατασταθεῖσα τῷ 411 π.Χ., Θουκ. 8. 67, Λυσί. 183. 39, Ψήφισμ. παρ’ Ἀνδοκ. 10. 41, κλπ. 2) ἀρχαιοτέρα βουλή, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 5. 13.
French (Bailly abrégé)
αι, α;
quatre cents ; au sg. ἀσπὶς τετρακοσία XÉN quatre cents boucliers, càd quatre cents hoplites ; particul. οἱ τετρακόσιοι les Quatre-cents :
1 oligarchie établie à Athènes en 411 av. J.-C;
2 ancien conseil, à Athènes.
Étymologie: τέσσαρες, -κόσιοι.