πάρνοψ

From LSJ
Revision as of 19:39, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάρνοψ Medium diacritics: πάρνοψ Low diacritics: πάρνοψ Capitals: ΠΑΡΝΟΨ
Transliteration A: párnops Transliteration B: parnops Transliteration C: parnops Beta Code: pa/rnoy

English (LSJ)

οπος, ὁ, a kind of

   A locust, = κόρνοψ, Ar.Ach.150, Av.588, Nicophoi, Gal.UP3.2, Ael.NA6.19 :—hence Παρνόπιος Ἀπόλλων, averter of locusts, Paus. 1.24.8 : also Παρνοπίων, ωνος, ὁ, Str.13.1.64 ; as name of a month among the Aeolians of Asia, ibid. (nisi leg. Πορν-, v. Πορνόπιος).

German (Pape)

[Seite 524] οπος, ὁ, eine Heuschreckenart; Ar. Ach. 150 Av. 588; Ael. H. A. 5, 19 u. a. Sp.; nach Suid. auch μέλισσαι ἄγριαι, auch κόρνωψ.

Greek (Liddell-Scott)

πάρνοψ: -οπος, ὁ, εἶδος ἀκρίδος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 150, Ὄρν. 588˙ ὁ Νικοφῶν ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» διακρίνει τὸν πάρνοπα ἀπὸ τῆς ἀκρίδος, 1˙ πρβλ. κόρνοψ ― ἐντεῦθεν παρνόπιος Ἀπόλλων, ὁ ἀποτρέπων, ἀπομακρύνων τὰς ἀκρίδας, Παυσ. 1. 24, 8˙ οὕτω προνοπίων, ωνος, καὶ θυσία συντελεῖται Πορνοπίωνι Ἀπόλλωνι Στράβ. 613˙ ὡσαύτως ὡς ὄνομα μηνὸς παρὰ τοῖς ἐν Ἀσίᾳ Αἰολεῦσι, αὐτόθι. ― Κατὰ Φώτ. «πάρνοπες: ἀττελάβοι οἱ δὲ τὰς Κυπρίας ἀκρίδας οὕτω ἀπέδοσαν», κατὰ δὲ Σουΐδαν: «πάρνοψ ἀκρίδος εἶδος, οἱ δὲ μελίσσας ἀγρίας; ..., οἱ δὲ κώνωπας.»

French (Bailly abrégé)

οπος (ὁ) :
sorte de sauterelle, insecte = κόρνοψ.
Étymologie: DELG pas d’étym. établie - forme donnée par LSJ et Chantraine ; Bailly donne fautivement πάρνωψ, qui ne se retrouve pas dans le TLG.