ἀλείπτης
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
ου, ὁ,
A anointer: hence (cf. ἀλείφω 1) trainer in gymnasia, Arist.EN 1106b1, Plb.27.7.1, Sammelb.4224.7 (i B. C.), Plu.2.133b. 2 metaph., οἱ ἀθληταὶ τῆς ἀρετῆς μὴ ψεύσαντες τοὺς ἀλείπτας νόμους Ph. 2.409; teacher, τῶν πολιτικῶν Plu.Per.4; τῆς κακίας S.E.M.1.298. 3 Lat. aliptes, bath-attendant, Juv.6.422.
German (Pape)
[Seite 91] ὁ, der Salber, bes. in den Ringschulen der Ringmeister, welcher die Ringenden salben läßt u. die Uebungen leitet, Arist. Eth. 2, 6, 7; Pol. 27, 6, 1; Arr. Epict. 3, 10, 1 u. öfter; aliptes, Cic. fam. 1, 9. Dah. übh. Lehrmeister, τῶν πολιτικῶν Plut. Pericl. 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλείπτης: -ου, ὁ ἀλείφων ἢ χρίων, ἐντεῦθεν (πρβλ. ἀλείφω Ι.), ὁ διδάσκαλος τῶν ἀθλητῶν ἐν τοῖς γυμνασίοις, Λατ. aliptes, lanista, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2, 6, 7, Πολύβ. 27 6,1, Συλλ. Ἐπιγρ. 418, καὶ ἀλλ. 2) μεταφ., διδάσκαλος, τῶν πολιτικῶν, Πλουτ. Περικλ. 4· τῆς κακίας, Σέξτ. Ἐμπ. 1, 298· πρβλ. Wyttenb. Πλούτ. 2. 133Β.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 celui qui frotte d’huile ; maître de gymnase;
2 fig. maître, instituteur.
Étymologie: ἀλείφω.