ἄμεσος
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
English (LSJ)
ον,
A immediate: ἄμεσα καὶ ἀναπόδεικτα, of propositions that cannot be proved syllogistically by means of a middle term, Arist.APr. 68b30, APo.72b19, etc.; τὰ ἄ. τῶν ἐναντίων direct opposites, Plot.6.3.20. Adv. ἀμέσως immediately, Olymp. in Phlb.p.256 S., Alex.Aphr. in Metaph.162.19, Procl.Inst.30, dub. in Phld. Herc.1251.3. ἀμεσότης, τητος, ἡ, immediacy, Eustr.in APo.176.4. ἀμέσω· ὠμοπλάται, Hsch. (cf. Lat. umerus, Goth. ams-).
German (Pape)
[Seite 122] ohne etwas mittleres, τὰ ἄμ., in der Dialektik, die unvermittelten Gegensätze, Arist. Anal. pr. 2. 23; Luc. hist. conscr. 32. – Adv. -σως, unmittelbar, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμεσος: -ον, ὁ ἄνευ μεσολαβήσεως ἑτέρου· ἄμεσα καὶ ἀναπόδεικτα, ἐπὶ προτάσεων ἃς δὲν δύναταί τις νὰ ἀποδείξῃ διὰ συλλογισμῶν τῇ χρήσει τοῦ μέσου ὅρου, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότερα 2. 23, 4., 1. 3, 2, κτλ. Ἐπίρρ. ἀμέσως = ἄνευ τῆς μεσολαβήσεως πράγματός τινος, εὐθύς, Συλλ. Ἐπιγρ. 9539, Ὀλυμπιόδ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
immédiat.
Étymologie: ἀ, μέσος.