ἐχῖνος
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
English (LSJ)
ὁ (on the accent, v. Hdn.Gr.1.183),
A hedgehog (prop. ἐ. χερσαῖος, as in Thphr.Sign.30), Erinaceus europaeus, Archil.118, Emp. 83, Ar.Pax1086, Ion Trag.38, S.Ichn.121, etc. 2 sea-urchin, Epich.53, Archipp.24; ἐ. θαλάττιος Pl.Euthd.298d. II large wide-mouthed jar, Hp.Mul.2.172, Steril.230, Ar.V.1436, Eup.415, Men.Epit.Fr.10, Erot., Hsch., Poll.6.91. 2 vase in which the notes of evidence were sealed up by the διαιτηταί, in cases of appeal from their decision, D.45.17,48.48, Arist.Ath.53.2, Thphr.Char.6.8. III hard case of beech-mast, chestnuts, etc., Id.HP3.10.1, Xenocr.43, Hsch. 2 neck-vertebra of the κεστρεύς, Dorioap. Ath.7.306f. IV third stomach of ruminating animals, Arist.PA 676a11, 674b15, HA507b6, Antig.Mir.17; βοῶν ἐ. Call.Fr.250; also, gizzard of graminivorous birds, Ael.NA14.7. V pl., sharp points at each end of a bit, X.Eq.10.6, Poll.1.148; but = τῶν ὑποστομίων τὰ κοῖλα, ib.184. VI Archit., cushion of the Doric and Tuscan capital (prob. from its form), Vitr.4.3.4, 4.7.3. 2 = οἱ τῶν τειχῶν ἀγκῶνες, Hsch. VII a kind of cake, Lync. ap. Ath.14.647a, Hsch. VIII a plant, v.l. ἔρινος (q.v.), Dsc.4.141, Gal.11.880, Paul.Aeg.7.3. (Cf. OHG. igil, Slav. jež[icaron], Lith. ež[ytilde]s.)
German (Pape)
[Seite 1126] ὁ (nach Dindorf Ar. frg. 251 zuweilen auch ἐχίνος), – 1) der Igel, Archil. 66; Ath. III, 95 a ff.; sowohl Land- als Meerigel, θαλάττιοι Plat. Euthyd. 298 d; πελάγιοι Arist. H. A. 4, 5; χερσαῖος Theophr. Auch die Schaale des Meerigels, Hippocr. – 21 der dritte Magen der wiederkäuenden Thiere, Arist. part. anim. 3, 14. Auch die innere dicke Haut im Magen der Vögel, Ael. H. A. 14, 7. – 3) eine Verzierung an den Säulen, echinus, Hesych., Vitruv. – 41 die stachlige Frucht der Buchen, Xenocr. – 5) ein metallenes od. irdenes Gefäß, in welches während der Vernehmung der Parteien alle Beweismittel gethan u. das am Schluß der Anakrisis versiegelt und bis zum Gerichtstage verwahrt und dann erst geöffnet wurde, Ar. Vesp. 1436 Dem. 45, 57. 58 u. öfter. Vgl. Meier und Schömann att. Proceß S. 691 ff. – Uebh. Gefäß, VLL. – 61 ein rauher Theil am Pferdezaume, wahrscheinlich die Stange, Xen. de re equ. 10, 6. – 7) bei Ath. XIV, 647 a eine Kuchenart.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχῖνος: ὁ, (οὐχὶ ἐχίνος ῐ, ὡς ἐν Ἀνεκδ. Ὀξ. 2. σ. 67. 170: ἐν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 251 ἐχίνου εἶναι ἡμαρτημένη γραφὴ ἀντὶ σχίνου, ἴδε Δινδ.). Ὁ ἀκανθόχοιρος (κυρίως ἐχῖνος χερσαῖος), Erinaceus Europaeus, Ἀρχίλ. 83, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1086, Ἴων παρ’ Ἀθην. 91Ε, Θεοφρ. Ἀποσπ. 175. 2) ὁ θαλάσσιος ἐχῖνος, «ἀχινός», Ἐπίχ. 26 Ahr., Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσιν» 5, Πλάτ. Εὐθύδικ. 298D· ἐκτὸς τῶν γνωστῶν ἐσθιομένων ἐχίνων ὑπάρχουσι καὶ «ἄλλα... δύο γένη τό τε τῶν σπατάγγων καὶ τὸ τῶν καλουμένων βρυσῶν· γίνονται δὲ οὗτοι πελάγιοι καὶ σπάνιοι» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 5, 2, Ἀθήν. 91Α-Ε. ΙΙ. τὸ ὄστρακον τοῦ θαλασσίου ἐχίνου, ὅπερ πολλάκις ἐχρησίμευε ὡς δοχεῖον ἢ ποτήριον ἐν ᾧ ἐτίθεντο φάρμακα ἰατρικά, Ἱππ. 663, 40, κ. ἀλλ.· ἐντεῦθεν, 2) ὡς τὸ Λατ. testa, ἀγγεῖον, δοχεῖον, ὑδρία, εἶδος χύτρας, Λατ. echinus, Ἀριστοφ. Σφ. 1436, Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 23, ἴδε Ἐρωτιαν. τῶν παρ’ Ἱππ. Λέξ. Συναγ., Ἡσύχ.· «ἐχῖνος δὲ χύτρας εἶδος» Πολυδ. Ϛ΄, 91, Ὁρατ. Σάτ. 1. 6, 117, πρβλ. κόγχη. 3) τὸ ἀγγεῖον ἐν ᾧ κλειόμεναι ἐσφραγίζοντο αἱ μαρτυρικαὶ ἀποδείξεις ὑπὸ τῶν διαιτητῶν, ὅπως ὑπάρχωσι πρόχειροι ἐν ᾗ περιπτώσει ἤθελε γίνῃ ἔφεσις τῆς ἀποφάσεως αὐτῶν, Δημ. 1180. 24., 1265. 15, Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτ. 75. 11 καὶ 21. ΙΙΙ. τῶν ἀκανθῶδες κέλυφος καρπῶν τινων, οἷον τοῦ καστάνου, Ξενοκρ. 43, Ἡσύχ. Φώτ. 2) οἱ τραχηλικοὶ σπόνδυλοι τοῦ κεστρέως, Ἀθήν. 306F. IV. ὁ ἀληθὴς στόμαχος τῶν μυρηκαστικῶν ζῴων, ἔνθα κυρίως γίνεται ἡ πέψις, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 8· καλούμενος οὕτως ἐκ τῆς τραχείας αὐτοῦ ἐσωτερικῆς ἐπιφανείας, πρβλ. αὐτόθι 4· βοῶν ἐχ. Καλλ. Ἀποσπ. 250· ὡσαύτως ὁ πρόλοβος, ἐπὶ τῶν ποηφάγων πτηνῶν, Αἰλ. π. Ζ. 14. 7. V. ἐν τῷ πληθ., τὰ πρὸς ἑκάτερα τὰ μέρη τοῦ χαλινοῦ ὀξέα ἄκρα, ἅπερ δι’ αἰφνιδίου συσπάσεως τῶν ἡνιῶν ἐπίεζον τὸ στόμα (Λατ. frena lupata), Ξεν. Ἱππ. 10. 6· πρβλ. ἐχήνια, ὑποστόμια. VI. ἐν τῇ ἀρχιτεκτονικῇ, ᾠοειδὲς κόσμηνα εἰς τὸ ἄνω μέρος Δωρικῶν καὶ Ἰωνικῶν κιονοκράνων (πιθαν. ἐκ τοῦ σχήματος αὐτοῦ), Βιτρούβ. 4. 3. VII. εἶδος πλακοῦντος, Ἀθήν. 647Α. (Πρβλ. Ἀρχ.-Ὑψηλ.-Γερμαν. igil (Γερμ. igel)· Σλαυ. jezi· Λιθ. ezys).
French (Bailly abrégé)
ou ἐχίνος, ου (ὁ) :
1 hérisson, animal;
2 estomac de certains animaux ; particul. paroi interne de l’estomac des oiseaux.
Étymologie: DELG ἔχις.