βοηθέω
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
(sts. written βοιηθέω, IG22.237 (iv B. C.), BGU1007.12 (iii B. C.)), Ion. βωθέω, only Hsch. βωθέοντες, not in Hdt. (but cf. Eust.812.59) or Hp., cf.
A βοηθήσω Michel 12.15 (Erythrae, iv B. C.); Dor. βοᾱθοέω SIG421.27 (Thermon); Aeol.</gram>βαθόημι</gramGrp> (q. v.):—Med., fut.
A -ήσομαι Lib.Or.1.128:—come to aid, succour, assist, aid, c. dat., τῇ σφετέρῃ Hdt.1.82; τοῖσιν ἠδικημένοις E.IA79; πρὸς τοὺς αὑτῶν ψιλούς X.HG1.2.3; τινὶ ἀντία τινός Hdt.5.99; τινὶ πρὸς τὸ ἄναντες X.HG4.8.38; ναυσὶ β. τινί πολιορκουμένῳ ib.1.6.22; β. τοῖς φίλοις τὰ δίκαια Id.Mem.2.6.25; β. τοῖς τῶν προγόνων ἀτυχήμασιν Aeschin.3.169; β. τῷ λόγῳ Pl.Phd.88e; β. τῷ θεῷ maintain his rights, Epist. Philipp. ap. D.18.157; β. τοῖς νόμοις Aeschin.1.33: c. dat. et acc., πατρὶ βοηθῶν θάνατον Pl.Lg.874c; of a physician, β. τῷ θερμῷ ἐπὶ τὸ ψυχρόν Hp.VM13: abs., Plu.Alex. 19. 2 abs., come to the rescue, Hdt.1.30, 7.158, A.Supp.613, etc.; β. παρά τινα Hdt.9.57; ἐπί τινα against one, Id.1.62, 4.125, Th.1.126, etc.; β. ἐς . . Hdt.6.103; ἐπὶ . . Th.3.97, 4.72; ἐπὶ τὰς ναῦς Id.8.11; ἐκεῖσε D.4.41; β. πρός τι contribute to an object, v. l. in Arist.EN1155a14, cf. Metaph.1079b16, or keep it off, Id.Resp.474b24, HA621a13; χρήμασι with money, Id.EN1130a19: Medic., βοηθεῖ πρὸς τὸ κώνειον it is an antidote to... Thphr.HP9.20.1; freq. in Dsc. as β. τοῖς φαγοῦσι 4.83. 3 Pass., to be assisted, receive help, παρά τινος Arist. Rh. 1383b28; βοηθήσομαι LXX Da.11.34, but βοηθηθήσομαι Is.44.2; ἐβοήθην ib.10.3, 2 Ch.26.15 (v.l. ἐβοηθήθην) ; ἵν' ὦ βεβοηθημένη PRyl.122.12 (ii A. D.); esp. of patients, derive benefit, Dsc.4.82, Plu.2.687f: impers., ἐμοὶ βεβοήθηται τῷ τεθνεῶτι Antipho 1.31; ταύτῃ μοι βεβοηθημένον ἐγεγόνει φιλοσοφίᾳ Pl.Ep.347e.
German (Pape)
[Seite 451] auf ein Hülfegeschrei herzulaufen, zu Hülfe eilen, bes. von einem Hülfscorps im Kriege, u. übh. helfen, beistehen, absolut, Her. 7, 158 u. öfter; τινί, 7, 157, u. so gew. bei Folgdn; τινὶ ἀντία τινός, Jemandem gegen Einen beistehen. 5, 99; ἐς τόπον 6, 403; παρά τινα 9, 57; ἐπί τινα 1, 62, gegen Jem. rücken; πρός τινα Xen. Hell. 1, 2, 3; Pol. 4, 18; ἐπί τινα τόπον oft Thuc. u. Xen.; ἐπὶ τὰς ναῦς, zum Beistand der Schiffe, Thuc. 8, 11; τινὶ ναυσί Xen. Hell. 1, 6, 22; – τινὶ τὰ δίκαια Xen. Mem. 2, 6, 25. u. öfter bei Rednern, z. B. Dem. 27, 3. 30, 25, Jemandem in seinen Gerechtsamen beistehen; pass. βεβοήθηται ἐμοί Antiph. 1. 31. – Vom Arzte, in die Kur nehmen, Plut. Alex. 19; pass., geheilt werden, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
βοηθέω: Ἰων. βωθέω (ὡς πρέπει πιθ. νὰ διορθωθῇ παρὰ τῷ Ἡροδότῳ, ὁπουδήποτε τὰ χειρόγρ. παρέχουσιν τὸν ἕτερον τύπον, Δινδ. Διαλ. Ἡροδ. σ. VIII.): μέλ. –ήσω, κτλ. Ὡς τὸ βοηδρομέω (πρβλ. βοηθόος), ἔρχομαι εἰς ἐπικουρίαν, βοηθῶ, ὑποστηρίζω, συνεργῶ, μ. δοτ. προσ., Ἡρόδ. 1. 82, Εὐρ. Ι. Α. 79 · πρός τινα Ξεν. Ἑλλ. 1. 2, 3 · τινι ἀντία τινός Ἡρόδ. 5. 99 · τινι πρός τι Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 38 · ναυσὶ β. τινι, βοηθῶ τινα μὲ ..., αὐτόθι 1. 6, 22 · ὡσαύτως, β. τινὶ τὰ δίκαια ὁ αὐτ. Ἀπομν. 2. 6, 25 · ἔτι καὶ, β. τοῖς τῶν προγόνων ἀτυχήμασιν Αἰσχίν. 78. 3 · β. τῷ λόγῳ τῇ ὑποθέσει κτλ., Πλάτ. Φαίδων 88Ε, κτλ. · β. τῷ θεῷ, ὑπερασπίζω τὰ δίκαιά του, Φίλιππ. παρὰ Δημ. 280 · β. τοῖς νόμοις Αίσχίν. 5. 23, κτλ. · ἐπὶ ἰατροῦ, Πλούτ. Ἀλεξ. 19. 2) ἀπολ., παρέχω βοήθειαν, σπεύδω εἰς σωτηρίαν, Ἡρόδ. 1. 30., 7. 158, κτλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 608 · β. παρά τινα Ἡρόδ. 9. 57 · ἀλλ’ ὡσαύτως, ἐπί τινα, ἐναντίον τινός, Ἡρόδ. 1. 62, Θουκ. 1. 126, κτλ. · β. ἐς ἢ ἐπὶ τόπον Ἡρόδ. 6. 103., 4. 125, Θουκ., κλ. · ἐκεῖσε Δημ. 52. 1 · β. πρός τι, προάγω σκοπόν τινα, ἐφαρμόζω, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 1, 2, ἢ ἀποκρούω, ὁ αὐτ. Πολιτ. 8, ἐν τέλ., Ἱστ. Ζ. 9. 37, 9 · χρήμασι, μὲ χρήματα, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 5. 2, 2 · ἀπρόσ., βοηθεῖ πρός τι, εἶναι ὠφέλιμον, συντελεῖ ..., Θεόφρ. Ἱ. Φ. 9. 20, 1. 3) Παθ., βοηθοῦμαι, δέχομαι, λαμβάνω βοήθειαν, Διοσκ. 4. 83, Πλούτ. 2 687Ε, 689Β, 720C · βοηθήσομαι Ἑβδ. · ἐβοηθήθην αὐτόθι · ἀπροσ., ἐμοὶ βεβοήθηται τῷ τεθνεῶτι Ἀντιφῶν 116. 36 · ταύτῃ μοι βεβοηθημένον ἐγεγόνει φιλοσοφίᾳ Πλάτ. Ἐπ. 347Ε.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἐβοήθουν, f. βοηθήσω, ao. ἐβοήθησα, pf. βεβοήθηκα;
Pass. pf. βεβοήθημαι;
litt. courir au secours, d’où venir au secours de : τινι, πρός τινα, de qqn ; p. anal. β. τινι τὰ δίκαια XÉN aider qqn à faire prévaloir son droit ; β. τοῖς νόμοις ESCHN venir au secours des lois ; en parl. d’un médecin donner ses soins (à un malade).
Étymologie: DELG βοή, θέω.