Βριάρεως

From LSJ
Revision as of 19:50, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Βρῐάρεως Medium diacritics: Βριάρεως Low diacritics: Βριάρεως Capitals: ΒΡΙΑΡΕΩΣ
Transliteration A: Briáreōs Transliteration B: Briareōs Transliteration C: Vriareos Beta Code: *bria/rews

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, gen. Βριάρηο lbyc.45, (βριᾰρός) a hundred-handed giant, Aegaeon, Il.1.403, Hes.Th.714: Βριάρεω στῆλαι, older name for the Pillars of Hercules, Arist.Fr.678; cf. ὄβριμος. (-ρεως is monosyll. in Ep.)

Greek (Liddell-Scott)

Βριάρεως: ὁ, (βριᾰρὸς) γίγας ἑκατόγχειρ, καλούμενος οὕτως ὑπὸ τῶν θεῶν, ὑπὸ δὲ τῶν ἀνθρώπων Αἰγαίων, ὅστις ἐβοήθησε τὸν Δία, Ἰλ. Α. 403, πρβλ. Ἡσ. Θ. 714, 817· ἦτο γαμβρὸς τοῦ Ποσειδῶνος καὶ μετὰ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ Κόττου καὶ Γύ(γ)ου ἐβοήθησε τοὺς θεοὺς ἐναντίον τῶν Τιτάνων· ― Βριάρεω στῆλαι, παλαιότερον ὄνομα τῶν Ἡρακλ. στηλῶν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 628. ― Ὡσαύτως Ὀβριάρεως, ἴδε ὄβριμος ἐν τέλ. [-ρεως προφέρεται ὡς μία συλλαβὴ παρ' Ἐπικ.]

French (Bailly abrégé)

εω, εῳ, εων (ὁ) :
Briarée, géant à cent bras, défenseur des dieux contre les Titans ; Βριάρεω στῆλαι, les colonnes de Briarée, anc. n. des colonnes d’Hercule ; ὁ γεωμετρικὸς Βριάρεως le Briarée de la géométrie, n. donné à Archimède par Marcellus.
Étymologie: βριαρός.