βράσσω

From LSJ
Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βράσσω Medium diacritics: βράσσω Low diacritics: βράσσω Capitals: ΒΡΑΣΣΩ
Transliteration A: brássō Transliteration B: brassō Transliteration C: vrasso Beta Code: bra/ssw

English (LSJ)

Att. βράττω, aor.

   A ἔβρᾰσα Hp.Ep.23, etc.:—Pass., aor. ἐβράσθην Aret.SA1.5: pf. βέβρασμαι (v. infr.):—shake violently, throw up, of the sea, σκολόπενδραν . . ἔβρασ' ἐπὶ σκοπέλους AP6.222 (Theodorid.); τὸν πρέσβυν . . ἔβρασε . . εἰς ἠϊόνα ib.7.294 (Tull.Laur.): —Pass., ὀστέα . . βέβρασται . . τῇδε παρ' ἠϊόνι ib.288 (Antip.), cf. Opp. H.1.779; boil, of surf, A.R.2.323, Opp.H.3.476; β. ὑπὸ γέλωτος shake with laughter, Luc.Eun.12.    2 winnow grain, Ar.Fr.271, Pl.Sph.226b.    3 abs., = βράζω, boil, interpol. in Gp.7.15.20; dub. sens. in Hp. l.c.    4 βράττειν· πληθύνειν, βαρύνειν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 461] od. βράττω, = βράζω, w. m. s. att. βράττω, so Plat. Soph. 226 b; Ar. bei Poll. 7, 24; fut. βράσω; 1) sieden, aufbrausen, bes. vom Meere, auswerfen, τί Theodorid. 1 (VI, 222); τινὰ εἰς ἠϊόνα Tull. Laur. 2 (VII, 294); ὀστέα βέβρασται Ant. Th. 61 (VII, 288); vgl. Nic. Al. 25. 359; ὕδωρ βρασσόμενον, aufsiedendes Wasser, Ap. Rh. 2, 323; so θάλασσα Opp. H. 2, 637, in heftige Bewegung gesetzt; ὑπὸ γέλωτος βράσσεσθαι Luc. Eun. 12. – Hierher zog Aristarch die Stelle Iliad. 10, 226 βράσσων νόος, welches βράσσων er = βρασσόμενος, d. i. ταρασσόμενος nahm; s. über die Homerische Enallage der Genera des Verbs Friedlaender Aristonic. p. 2 sqq., und vgl. unter βραδύς, βραχύς und βράσσων. – 2) vom Getreide, worfeln, nach Plat. Tim. ἀνακινεῖν ὥσπερ οἱ τὸν σῖτον καθαίροντες; s. Soph. 152 e; Geop.; vgl. ἔβρασεν Add. 1 (VI, 258). – 3) nach Poll. 5, 88 brummen, vom Bären.

Greek (Liddell-Scott)

βράσσω: Ἀττ. –ττω: ἀόρ. ἔβρᾰσα: -Παθ. ἀόρ. ἐβράσθην Ἀρετ. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 5· πρκμ. βέβρασμαι· πρβλ. ἀνα-, ἀπο-, ἐκ-βράσσω. Βιαίως σείω, ῥίπτω ἐπάνω, «βγάζω», ἐπὶ τῆς θαλάσσης, σκολόπενδραν … ἔβρασ’ ἐπὶ … σκοπέλους Ἀνθ. Π. 6, 222· τὸν πρέσβυν ... ἔβρασε ... εἰς ἠϊόνα αὐτόθι 7. 294. –Παθ., ὀστέα … βέβρασται … τῇδε παρ’ ἠϊόνι αὐτόθι 288. 2) λικμίζω σῖτον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 267, Πλάτ. Σοφ. 226B· -βραστέον Γεωπ. 3. 7, 1. ΙΙ. ἀπολ. ὡς τὸ βράζω, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 323, Ὀππ. Ἁλ. 2. 637. –Παθ., βράσσομαι ὑπὸ γέλωτος, σείομαι ἐκ τοῦ γέλωτος, «σκάνω ἀπὸ τὰ γέλοια», Λουκ. Εὐν. 12. (Τὸ β πιθανῶς παριστᾷ ϝ, ὡς φαίνεται ἐν τῇ Σλαυϊκῇ λέξει vrěti (fervere), Λεττ. virti (coquere), κτλ.).

French (Bailly abrégé)

f. inus., ao. ἔβρασα;
Pass. ao. ἐβράσθην, pf. βέβρασμαι;
vanner ; p. ext. secouer, agiter, remuer.
Étymologie: DELG pas d’étym. sûre.