διάλεκτος
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ἡ,
A discourse, conversation, Hp.Art.30; θεοῖς πρὸς ἀνθρώπους Pl.Smp.203a; discussion, debate, argument, Id.Tht.146b; opp. ἔρις, Id.R.454a. 2 common language, talk, δ. ἡ πρὸς ἀλλήλους Arist.Po.1449a26; ἡ εἰωθυῖα δ. Id.Rh. 1404b24. II speech, language, Ar.Fr.685; καινὴν δ. λαλῶν Antiph. 171; δ. ἀμνίου, opp. τὰ ἔνδον δράκοντος, Hermipp.3; articulate speech, language, opp. φωνή, Arist.HA535a28; τοῦ ἀνθρώπου μία φωνή, ἀλλὰ διάλεκτοι πολλαί Id.Pr.895a6; but also, spoken, opp. written language, D.H.Comp.11. 2 the language of a country, Plb.1.80.6, D.S.5.6, etc.: esp. dialect, as Ionic, Attic, etc., Diog.Bab.Stoic.3.213, D.H.Comp.3, S.E.M.1.59, Hdn.Gr.2.932; also, local word or expression, Plu.Alex.31. III way of speaking, accent, D.37.55. 2 pl., modes of expression, Epicur.Ep.1p.24U. IV style, πανηγυρική, ποιητικὴ δ., D.H.Comp.23,21: esp. poetical diction, Phld.Po. 2 Fr.33, al. V of musical instruments, quality, 'idiom', Arist. de An.420b8.
Greek (Liddell-Scott)
διάλεκτος: ἡ, (διαλέγομαι) ὁμιλία, συνομιλία, Ἱππ. Ἄρθρ. 794· πρός τινα Πλάτ. Συμπ. 203Α· συζήτησις, Πλάτ. Θεαιτ. 146Β, Πολ. 454Α. ΙΙ. γλῶσσα, Ἀριστ. Ποιητ. 22, 14· ἡ εἰωθυῖα δ. ὁ αὐτ. Ρητ. 3. 2, 5, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 552· καινὴν δ. λαλῶν Ἀντιφ. Ὀβρ. 1· δ. ἀμνίου, ἀντιθ. τὰ ἔνδον δράκοντος, Ἕρμιππ. Ἀθ. γον. 2. 2) ἔναρθρος λόγος, γλῶσσα, ὁμιλία, ἀντίθ. φωνή, Ἀριστ. Ἱ Ζ. 4. 9, 16· ἴδιον τοῦτ᾿ ἀνθρώπου αὐτόθι· τοῦ ἀνθρώπου μία φωνή, ἀλλὰ διάλεκτοι πολλαί ὁ αὐτ. Πρβλ. 10.38. 3) ἡ γλῶσσα χώρας τινός, ἰδίως ἡ λαλουμένη ἔν τινι ἰδιαιτέρῳ τύπῳ, ὡς ἡ Ἰωνική, Ἀττική, κτλ. ἦσαν διάλεκτοι τῆς Ἑλληνικῆς, Γράμμ. · ὡσαύτως, λέξις τις ἢ φράσις ἀνήκουσα εἴς τινα τόπον ἰδιαιτέρως, Πλούτ. Ἀλεξ. 31· ― πρβλ. γλῶσσα ΙΙ. ΙΙΙ. τρόπος ὁμιλίας, προφορὰ ἰδιαιτέρα, Δημ. 982. 19. IV. ὕφος, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 3. V. ἐν τῇ μουσικῇ, ἔκφρασις, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 4, 18.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
I. entretien, d’où
1 conversation;
2 discussion;
II. langage, d’où
1 langage courant;
2 manière de parler, particul. langage propre à un pays ; dialecte ou locution particulière.
Étymologie: διαλέγομαι.