διαπίπτω

From LSJ
Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπίπτω Medium diacritics: διαπίπτω Low diacritics: διαπίπτω Capitals: ΔΙΑΠΙΠΤΩ
Transliteration A: diapíptō Transliteration B: diapiptō Transliteration C: diapipto Beta Code: diapi/ptw

English (LSJ)

   A fall through, Arist.Cael.313b1.    II fall away, slip away, escape, ἐν τῇ μάχῃ X.HG3.2.4; πρός τινα ib.4.3.18; εἰς τὴν Ἀσπίδα Plb.1.34.11, etc.    2 of reports and rumours, spread abroad, εἰς τὰ στρατεύματα Plu.Galb.22.    3 of Time, elapse, Arist.Ath.35.4.    III fall asunder, crumble in pieces, διαπέσοιμι πανταχῇ Ar. Eq.695, cf. Pl.Phd.80c, Arist.Mete.365b12; burst, of bubbles, Id.Pr. 936b5; rot, LXX Nu.5.21; perish, διέπεσε πᾶσα γενεὰ ἀνδρῶν ib.De. 2.14; to be missing, lost, of moneys, etc., PEleph.21.19 (iii B.C.), etc.; of books, to be imperfect, J.AJ12.2.4.    b of an intermittent pulse, Gal.19.636.    2 of things, turn out ill, be useless, τὸ συκοφάντημα διέπιπτεν αὐτῷ Aeschin.2.39, cf.Plb.5.26.16, PAmh.2.33.26 (ii B.C.), etc.    3 of persons, make mistakes, ἐν τοῖς σημαινομένοις Chrysipp.Stoic.3.33, cf. Phld.Ir.p.73 W.: c. gen., fail of, miss, Epicur. Ep.2p.43U., Phld.Rh.1.49S.; δ. περὶ τῆς δόξης Socr.Ep.22; περὶ τῶν μεγίστων Arr.Epict.2.22.36: abs., err, Phld.Ir.p.91W.; οὐ διαπεσούμεθα Iamb. in Nic.p.63P.; to be cheated, ἐν χρήσει νομίσματος Arr.Epict.1.7.6.    IV ἡ διαπίπτουσα or ὁ τόπος ὁ διαπίπτων, Tophet, LXXJe.19.12,13.

German (Pape)

[Seite 595] (s. πίπτω), 1) durchfallen, d. i. a) entkommen, ἐν τῇ μάχῃ , Xen. Hell. 3, 2, 3; π ρὸς τοὺς ἑαυτῶν, sich durchschlagen zu den Ihrigen, 4, 3, 11, u. öfter; Pol. 1, 86, 4; auch = verloren gehen, z. B. von Büchern, Sp. – b) sich in seinen Erwartungen betrügen, Unglück haben, Ar. Equ. 692; nach Suid. διαμαρτεῖν τῆς ἐλπίδος; auch absol., sich irren, D. L. 5, 6; mißlingen, τὸ συκοφάντημα αὐτῷ διέπιπτεν Aesch. 2, 39; τὰ κατὰ τὴν βοήθειαν διέπεσε τοῖς βασιλεῦσι Pol. 29, 10; vgl. 5, 26, 6; τὸ βούλευμα, Dion. Hal. 3, 28, u. a. Sp.; auch διαπίπτειν τῆς δόξης, um den Ruhm kommen, Aeschin. Ep. Socr. 22. – 2) zerfallen, καὶ διαλύεσθαι Plat. Phaedr. 80 c. – 3) von einem Gerüchte, sich verbreiten, λόγου διαπεσόντος εἰς τὸ στράτευμα Plut. Galb. 22.

Greek (Liddell-Scott)

διαπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι, πίπτω διὰ μέσου, Ἀριστ. Οὐρ. 4. 6, 2. ΙΙ. διολισθαίνω, φεύγω, διαφεύγω, ἐν τῇ μάχῃ Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 4· πρός τινα αὐτόθι 4. 3, 18· εἰς τόπον Πολύβ. 1. 34, 11, κτλ. 2) ἐπὶ φημῶν καὶ εἰδήσεων, ἐξαπλοῦμαι, κοινολογοῦμαι, εἰς τὸ στράτευμα Πλούτ. Γάλβ. 22. ΙΙΙ. διαλυόμενος καταρρέω, Πλάτ. Φαίδωνι 80C, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 7, 6· διαρρήγνυμαι, ἐπὶ πομφολύγων, ὁ αὐτ. Προβλ. 24. 6· ἐπὶ συγγραμμάτων ἀπολεσθέντων, Φώτ. 2) ἐντελῶς ἀποτυγχάνω, σφάλλομαι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 695· ἐπὶ πράγματος, ἀποβαίνω κακῶς, ἀποδείκνυμαι ἄχρηστος, ἀνωφελής, τὸ συκοφάντημα διέπιπτεν αὐτῷ Αἰσχίν. 33. 19, πρβλ. Πολύβ. 5. 26, 16, κτλ.· δ. τῆς δόξης, διαψεύδεται ἡ γνώμη μου, Ἐπ. Σωκρ. 22· περί τινος Ἀρρ. Ἐπικτ. 2. 22, 36.

French (Bailly abrégé)

ao.2 διέπεσον, ao. réc. διέπεσα, etc.
I. (διά, çà et là) tomber çà et là :
1 se disperser (dans le combat);
2 se désagréger, se dissoudre;
3 se répandre de tous côtés;
II. (διά, à travers) tomber à travers.
Étymologie: διά, πίπτω.