δικαίωμα

From LSJ
Revision as of 19:52, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκαίωμα Medium diacritics: δικαίωμα Low diacritics: δικαίωμα Capitals: ΔΙΚΑΙΩΜΑ
Transliteration A: dikaíōma Transliteration B: dikaiōma Transliteration C: dikaioma Beta Code: dikai/wma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A act of right, opp. ἀδίκημα, Arist.Rh.1359a25; duty, τὰ πρὸς ἀνθρώπους δ. Ph.2.199; prop. amendment of a wrong, opp. δικαιοπράγημα, Arist.EN1135a13: hence,    a judgement, penalty, Pl.Lg.864e.    b justification, plea of right, Th.1.41, Isoc. 6.25, Arist.Cael.279b9, LXX 2 Ki.19.28(29), PLond.2.360.8 (ii A. D.), etc.; δικαιώματα Ἑλληνίδων πόλεων, compiled by Arist. for Philip, Harp. s.v. Δρύμος.    c pl., pleadings, documents in a suit, OGI13.13 (Samos), PLille 29.25 (iii B. C.), etc.; also, credentials, BGU113.10 (ii A. D.), al.    d act of δικαίὠσις 1.3, Ep.Rom.5.16.    II ordinance, decree, LXX Ge.26.5, Ex.15.26 (pl.), al., Ep.Rom.1.32, 2.26 (pl.), al.

German (Pape)

[Seite 627] τό, das Recht oder Gerechtgemachte, – a) die gerechte Handlung; Arist. rhet. 1, 13; Ggstz ἀδίκημα Eth. Nic. 5, 7; von δικαιοπράγημα unterschieden, ἐπανόρθωμα τοῦ ἀδικήματος; dah. = Strafe, Plat. Legg. IX, 864 e. – b) Rechtsgründe, Ansprüche; im plur., Thuc. 1, 41; Isocr 6, 25. – c) Uebh. das Recht, was das Gesetz fordert, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκαίωμα: τό, πρᾶξις δικαιοσύνης, ἀντίθ. ἀδίκημα, Ἀριστ. Ρητ. 1.13,1· -ἀλλά, κυρίως, ἐπανόρθωσις ἀδικήματος (τὸ δὲ ἄλλο εἶνε δικαιοπράγημα), ὁ αὐτ. Ἡθ.Ν. 5.7, 7· -ἐντεῦθεν, α) κρίσις, τιμωρία, ποινή, ζημία, Πλάτ. Νόμ. 864Ε. β) δικαίωσις, ἀξίωσις, ἀπαίτησις, Θουκ. 1.41, Ἰσοκρ. 121Α, Ἀριστ. Οὐρ. 1.10,1· ὁ Ἀριστ. ἔγραψε δικαιώματα Ἑλληνίδων πόλεων Ἀποσπ. 569, 571· ἐν ταύτῃ τῇ σημασίᾳ καὶ ἐν τῇ πρὸς Ρωμ. Ἐπ. α΄,16. ΙΙ. διαταγή, ἀπόφασις, Ἑβδ. (Γεν. κς΄, 5, Ἐξόδ. ιε΄,26 κ. ἀλλ), Ἐπ. π. Ρωμ. α.32, δ.26, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 action juste, acte de justice;
2 réclamation d’un droit, prétention juste;
3 décision de justice, jugement, peine.
Étymologie: δικαιόω.