ἐπίκληρος

From LSJ
Revision as of 19:52, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίκληρος Medium diacritics: ἐπίκληρος Low diacritics: επίκληρος Capitals: ΕΠΙΚΛΗΡΟΣ
Transliteration A: epíklēros Transliteration B: epiklēros Transliteration C: epikliros Beta Code: e)pi/klhros

English (LSJ)

Dor. -κλᾱρος, ἡ ὁ only in Thom.Mag.p.138R.),

   A heiress, Ar.Av.1653, V. 583. And.1.121, Lys.26.12, Pl.Lg.630e, Arist.Ath.9.2, Pol.1270a27, IG22.1165, Test.Epict.3.31, etc.; ὥσπερ ἐπικλήρου . . ἀμφις βητήσων ἥκει Lys.24.14.    2. c. dat., ἐ. τῇ ἀρχῇ (so codd.: prob. τῆς ἀρχῆς) heiress to the kingdom, D.H.1.70: c. gen., ἐ. οὐσίας μεγάλης Plu. Cleom.1.    3. Astrol., perh. f.l. for ἔγκληρος, Cat.Cod.Astr.8(4).225.

German (Pape)

[Seite 949] das väterliche Vermögen erbend, bes. ἡ, die Erbtochter, welche keine Brüder hatte, so daß ihr das ganze väterliche Vermögen zufiel, die aber, damit das Vermögen nicht in eine fremde Familie komme, den nächsten Verwandten heirathen mußte, auch, wenn sie arm war, von diesem ausgestattet wurde (s. das Gesetz Dem. 43, 51); im Fall Mehrere auf sie Ansprüche machten, trat eine gerichtliche Entscheidung ein, s. ἐπίδικος u. vgl. Andoc. 1, 117 ff.; Herm. Staatsalterth. §. 121, 4, Meier u. Schömann Att. Proceß S. 468; αἱ τῶν ἐπικλήρων δίκαι Lys. 15, 3; παῖδ' ἐπίκληρον Ar. Vesp. 583, vgl. Av. 1652; Plat. Legg. I, 630 e; ἡ μήτηρ ἐμὴ ἐπὶ παντὶ τῷ οἴκῳ ἐπίκληρος οὖσα Is. 10, 4, 21. – Uebh. Erbinn, οὐσίας μεγάλης Plut. Cleom. 1; auch τῇ ἀρχῇ, Erbinn des Reichs, D. Hal. 1, 70.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίκληρος: Δωρ. -κλᾱρος, ἡ, κληρονόμος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1653, Σφ. 583, Ἀνδοκ. 16. 7 κ. ἀλλ., Λυσ. 176. 22· ὥσπερ ἐπικλήρου ἀμφισβητήσων ἥκει Λυσ. 169. 29. ― Ἐν Ἀθήναις ὁ πλησιέστερος ἄρρην συγγενὴς εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ νυμφευθῇ κόρην κληρονόμον περιουσίας, ἤ, ἂν ἡ κληρονομία αὐτῆς ἦτο μικρά, ἦτο ὑπόχρεως διὰ νόμου ἢ νὰ νυμφευθῇ αὐτήν, ἢ νὰ τὴν προικίσῃ ἐκ τῆς ἰδίας αὐτοῦ περιουσίας· ― διὰ νὰ νυμφευθῇ δὲ αὐτὴν ἐλάμβανε τὴν ἄδειαν νὰ χωρισθῇ τὴν ὑπάρχουσαν γυναῖκα αὐτοῦ· καὶ ἐν περιπτώσει καθ’ ἣν πολλοὶ ἐφιλονίκουν ὅπως νυμφευθῶσιν αὐτήν, ἡ ὑπόθεσις ἐδικάζετο ἐν τῷ δικαστηρίῳ, ὁπότεκληρονόμος ὠνομάζετο καὶ ἐπίδικος (ἴδε τὴν λέξιν), Ἰσαῖος ἐν τῷ «περὶ Πύρρου κλήρου» καὶ ἐν τῷ «περὶ τοῦ Κίρωνος κλήρου», Ἁρποκρ., πρβλ. Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτήτων ἐν λ.· ἐπικλήρου κακώσεως, αὗται δ’ εἰσὶ κατὰ τῶν ἐπιτρόπων καὶ τῶν συνοικούντων Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. σ. 82. 15 (ἔκδ. Blass), Ἀνδοκ. 1. 121. ― Περὶ τοῦ Σπαρτιατικοῦ νόμου περὶ τῶν ἐπικλήρων, ἴδε Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 15, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. ΙΙΙ 31. 2) μετὰ δοτ., ἐπ. τῇ ἀρχῇ, κληρονόμος τῆς βασιλείας, Διον. Ἁλ. 1. 70· καὶ μετὰ γεν., ἐπ. οὐσίας μεγάλης Πλουτ. Κλεομ. 1. ΙΙ. ἐν Πλάτ. Νόμ. 630Ε, φαίνεται ὅτι σημαίνει προσδόκιμον κληρονομίαν. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπίκληρος· ἐνούσιος. γυνὴ δέσποινα, εἰς ἣν κατήντησαν πολλοὶ κλῆροι».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
1 qui hérite de tout le bien : ἡ ἐπίκληρος fille épiclère ou héritière unique;
2 p. ext. héritier de, gén..
Étymologie: ἐπί, κλῆρος.