εἰσωπός

From LSJ
Revision as of 19:53, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσωπός Medium diacritics: εἰσωπός Low diacritics: εισωπός Capitals: ΕΙΣΩΠΟΣ
Transliteration A: eisōpós Transliteration B: eisōpos Transliteration C: eisopos Beta Code: ei)swpo/s

English (LSJ)

όν,

   A within, i.e. between (perh. connected with ὀπή), εἰσωποὶ δ' ἐγένοντο νεῶν Il.15.653 : abs., in harbour, A.R. 2.751.    2 (ὤψ) visible, Arat.79,122.

German (Pape)

[Seite 747] im Angesicht; εἰσωποὶ δ' ἐγένοντο νεῶν Il. 15, 653, Schol. ἐν ὄψει ἔβλεπον, sie hatten die Schiffe, denen sie vorher den Rücken kehrten, vor Augen; so sp. D., εἰσωπὸς ἐλεύσεσθαι, entgegen, Arat. 122; τινί, 79; vgl. Ap. Rh. 2, 751.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσωπός: -όν, (ὤψ) θεωρῶν, βλέπων, κατὰ πρόσωπον, εἰσωποὶ δ’ ἐγένοντο νεῶν οἱ Ἀχαιοί, «ἔν ὄψει τὰς ναῦς ἔβλεπον..., τουτέστιν, ὑπὸ τὴν στέγην αὐτῶν ἐγένοντο» (Σχόλ.), Ἰλ. Ο. 653· παρὰ μεταγ. ὡσαύτως μετὰ δοτ., Ἄρατ. 79. 2) ἀπολ. τῇ ῥ’ οἵγ’ αὐτίκα νηῒ διέξ Ἀχερουσίδος ἄκρης εἰσωποὶ ἀνέμοιο νέον λήγοντος ἔκελσαν, «εἰσωποί, ἐναντίοι, ἐσώτεροι γενόμενοι» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 751.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui est en vue de, gén..
Étymologie: εἰς, ὤψ.