ἐναντιόομαι
σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κινεῖ → God helps those who help themselves, God helps them that help themselves, heaven helps those who help themselves, the Lord helps those who help themselves, move your hand along with Athena, move your hand along with Minerva, fortune favors the prepared mind, fortune favours the prepared mind, chance favors the prepared mind, chance favours the prepared mind
English (LSJ)
Ion.part. ἐναντιεύμενoς Hdt.7.49: impf.
A ἠναντιούμην Th.1.127, etc.:—Med., fut. -ώσομαι A.Pr.786, Ar.Pax1049, etc.:— Pass., fut. ἐναντιωθήσομαι LXX 4 Ma.5.26, D.H.4.51: aor. ἠναντιώθην And.1.67, Pl.Ap.32b, etc.: pf. ἠναντίωμαι Th.2.40 codd., etc., but in Ar.Av.385 the metre requires ἐνηντίωμαι:—set oneself against, oppose, withstand, τινί And.1.67, cf. Hdt.7.49, Th.1.127, Ar.Av.385, Pax 1049; also ἐ. ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας Lys.13.17; ὑπὲρ ὑμῶν Id.20.8; τινί τινος Th.1.136, X.An.7.6.5: abs., Th.4.21: c. inf., οὐκ ἐναντιώσομαι τὸ μὴ οὐ γεγωνεῖν I will not refuse to speak, A.Pr.786; τοὺς Χορευτὰς ἐναντιούμενος ἡμῖν ἀφεθῆναι τῆς στρατείας D.21.15. 2 contradict, gainsay, E.Alc.152; πρός τι Pl.Cra.39ce, etc.: c.inf., τοῦτο . . μοι ἐ. τὰ πολιτικὰ πράττειν Id.Ap.31 d: with a neg., τίς ἐναντιώσεται μὴ οὐχὶ . . εἶναι; Id.Smp.197a. 3 of the wind, to be adverse, οὐκ ἔστι λῃσταῖς πνεῦμ' ἐναντιούμενον S.Ph.643; of circumstances, Th.8.23; ἄνεμοι ἐ. ἀλλήλοις Hp.Aër.8. 4 τὰ ἐς ἀρετὴν ἐνηντιώμεθα τοῖς πολλοῖς in respect of goodness we are the opposile of most men, Th.2.40; behave in the opposite way, MenoIatr.15.41. 5 Astrol., to be in diametrical aspect, Vett.Val.126.5. (Act. only in doubtful form ἐναντιόωντα Man.4.473.)
German (Pape)
[Seite 827] mit aor. pass. (auch ἐναντιωθήσομαι, = ἐναντιώσομαι, Luc. nav. 32; perf. ἐνηντίωμαι mit abweichendem Augm. Ar. Av. 385), sich widersetzen, entgegen sein, widersprechen; τινί, Her. 7, 10. 49; Soph. Phil. 639; Ar. Pax 1014; oft in att. Prosa, z. B. Thuc. 1, 127; Plat. Phaed. 94 b; οὐδ' ἄλλο σοί πω πρᾶγμα ἠναντιώμεθα Ar. Av. 385; τὰ εἰς ἀρετὴν ἠναντιώμεθα τοῖς πολλοῖς Thuc. 2, 40, wir handeln entgegengesetzt; χρείας τινὸς καὶ οὐκ εἴς τι ἐναντιωθῆναι, wegen eines Interesses, 1, 136; περί τινος, Xen. An. 7, 6, 5 (wo in guten mss. περί fehlt); Lys. 13, 17; ὑπέρ τινος, 20, 8; πρός τι, Plat. Cratyl. 390 e; Pol. 16, 12, 5; Plut. Pericl. 29; πρός τινα, Cam. 39 u. a. Sp.; – ὑμῖν, μηδὲν ποιεῖν παρὰ τοὺς νόμους Plat. Apol. 32 b; τίς ἐναντιώσεται, μὴ οὐχὶ εἶναι σοφίαν Conv. 197 a; Aesch. Prom. 788 οὐκ ἐναντιώσομαι τὸ μὴ οὐ γεγωνεῖν, ich werde nicht entgegen sein, zu sagen; ohne μή Plat. Apol. 31 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναντιόομαι: Ἡρόδ. Ἀττ.: παρατ. ἠναντιούμην Θουκ., κλ.: μέσ. μέλλ. -ώσομαι Αἰσχύλ. Πρ. 786, Εὐρ. κλ. (ἴδε κατωτ.): ‒ Παθ. μέλλ. ἐναντιωθήσομαι Διον. Ἁλ. 4. 51, Διόδ. 3. 6: ἀόρ. ἠναντιώθην Ἀνδοκ. 9. 32, Πλάτ. κτλ.: πρκμ. ἠναντίωμαι Θουκ. κλ.· ἀλλ᾿ ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 385 (κατὰ τὴν ἀπαίτησιν τοῦ μέτρου) ἐνηντίωμαι. Ἐναντιοῦμαι, ὡς καὶ νῦν, ὡς οὐδενὸς ἐναντιευμένου Ἡρόδ. 7. 49, Ἀνδοκ. 9. 32, κτλ.· τὰ ἐς ἀρετὴν ἠναντιώμεθα τοῖς πολλοῖς, φρονοῦμεν τὰ ἐναντία, διαφέρομεν μεγάλως εἰς τὰ ἀφορῶντα τὴν ἀρετήν, Θουκ. 2. 40, πρβλ. 1. 127, Ἀριστοφ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., Εἰρ. 1049· ὡσαύτως, ἔν τινι, περί τινος Λυσ. 131. 16· ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. 158. 33· ἢ ἁπλῶς, τινὸς Θουκ. 1. 136, πρβλ. Ξεν. Ἀνάβ. 7. 6, 5· πρός τι Πλάτ. Κρατύλ. 390Ε, κτλ.: ‒ ὡσαύτως μετ᾿ ἀπαρ., οὐκ ἐναντιώσομαι τὸ μὴ οὐ γεγωνεῖν, δὲν θ᾿ ἀρνηθῶ νὰ ὁμιλήσω, Αἰσχύλ. Πέρσ. 786· ἐναντιούμενος ἡμῖν ἀφεθῆναι (ἐνν. τοὺς χορευτὰς) Δημ. 519. 19. 2) τἀναντία λέγω, ἀντιλέγω, Εὐρ. Ἄλκ. 152. Θουκ. 4. 21, κτλ.: ‒ μετ᾿ ἀπαρ., τοῦτο... μοι ἐν. τὰ πολιτικὰ πράττειν Πλάτ. Ἀπολογ. 31D· ἢ μετ᾿ ἀρνήσεως, τίς ἐναντιώσεται μὴ οὐχὶ... εἶναι..; ὁ αὐτ. Συμπ. 197Α. 3) ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, εἶμαι ἐναντίος, οὐκ ἔστι λῃσταῖς πνεῦμ᾿ ἐναντιούμενον, ὅταν παρῇ κλέψαι τε χἀρπᾶσαι βίᾳ Σοφ. Φιλοκτ. 643· ἐπὶ περιστάσεων, Θουκ. 8. 23· ἄνεμοι ἐν. ἀλλήλοις Ἱππ. π. Ἀέρ. 285.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
impf. ἠναντιούμην, f. ἐναντιώσομαι, ao. ἠναντιώθην, pf. ἠναντίωμαι ou ἐνηντίωμαι;
1 s’opposer à, càd agir ou parler contre : τινι ou πρός τινα contre qqn ; πρός τι s’opposer à qch ; τί τινι, τινί τινος ou περί τινος, ὑπέρ τινος combattre ou contredire qqn en qch, au sujet de qch ; ἐν. τινι avec un inf., empêcher qqn de ; avec un acc. : οὐκ ἐναντιώσομαι τὸ μὴ οὐ γεγωνεῖν ESCHL je ne refuserai pas de dire;
2 en parl. de choses être contraire.
Étymologie: ἐναντίος.