παρθένος

From LSJ
Revision as of 20:06, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρθένος Medium diacritics: παρθένος Low diacritics: παρθένος Capitals: ΠΑΡΘΕΝΟΣ
Transliteration A: parthénos Transliteration B: parthenos Transliteration C: parthenos Beta Code: parqe/nos

English (LSJ)

Lacon. παρσένος Ar.Lys.1263 (lyr.). ἡ,

   A maiden, girl, Il.22.127, etc. ; αἱ ἄθλιαι π. ἐμαί my unhappy girls, S.OT1462, cf. Ar.Eq.1302 ; also γυνὴ παρθένος Hes. Th.514; π. κόρα, of the Sphinx, dub. in E.Ph.1730 (lyr.); θυγάτηρ π. X.Cyr.4.6.9 ; of Persephone, E. Hel.1342 (lyr.), cf. S.Fr.804; virgin, opp. γυνή, Id.Tr.148, Theoc.27.65.    2 of unmarried women who are not virgins, Il.2.514, Pi.P.3.34, S.Tr.1219, Ar.Nu.530.    3 Παρθένος, ἡ, the Virgin Goddess, as a title of Athena at Athens, Paus.5.11.10, 10.34.8 (hence of an Att. coin bearing her head, E.Fr.675); of Artemis, E.Hipp.17 ; of the Tauric Iphigenia, Hdt.4.103 ; of an unnamed goddess, SIG46.3 (Halic., v B.C.), IG12.108.48,54 (Neapolis in Thrace); αἱ ἱεραὶ π., of the Vestal Virgins, D.H.1.69, Plu.2.89e, etc. ; αἱ Ἑστιάδες π. Id.Cic.19; simply, αἱ π. D.H.2.66.    4 the constellation Virgo, Eudox. ap. Hipparch. 1.2.5, Arat.97, etc.    5 = κόρη 111, pupil, X.ap.Longin.4.4, Aret. SD1.7.    II as Adj., maiden, chaste, παρθένον ψυχὴν ἔχων E.Hipp. 1006, cf. Porph. Marc.33 ; μίτρη π. Epigr.Gr.319 : metaph., π. πηγή A.Pers.613.    III as masc., παρθένος, ὁ, unmarried man, Apoc.14.4.    IV π. γῆ Samian earth (cf. παρθένιος 111), PMag.Berol.2.57.

German (Pape)

[Seite 521] ἡ, 1) Jungfrau, Mädchen; Il. 2, 514; ἅτε παρθένος ἠΐθεός τε, 22, 127; Her. u. Tragg., ἕως τις ἀντὶ παρθένου γυνὴ κληθῇ, Soph. Trach. 148, τὰς ἀεὶ παρθένους σεμνὰς Ἐρινῦς, Ai. 835; u. in Att. Prosa, Plat. Legg. VIII, 834 d Xen. Cyr. 4, 6, 9; jedes jugendliche Frauenzimmer, Il. 2, 514; vgl. Schäf. Soph. Trach. 1221. – 2) adj., = παρθένιος, jungfräulich; γυνὴ παρθένος, Hes. Th. 514; παρθένου κόρας αἴνιγμα, Eur. Phoen. 1721, von der Sphinx; θυγάτηρ, Xen. Cyr. 4, 6, 9 Mem. 1, 5, 2; übertr., τριήρεις, Ar. Equ. 1302, πρωτόπλοοι, μήπω πλεύσασαι, noch nicht gebrauchte Schiffe; übh. rein, πηγή, Aesch. Pers. 615; vgl. Valck. zu Eur. Hipp. 1005 u. Schäf. Schol. Ap. Rh. 4, 269. – Nach Poll. 9, 75 eine athenische Münze (= κόρη, mit dem Bilde der Pallas). – Als masc. der unverheirathete Mann, Junggeselle, Sp., bes. K. S.; vgl. Jac. A. P. p. 15. – Wie κόρη von der Pupille im Auge, Xen. nach Longin. de subl. 4, 4.

Greek (Liddell-Scott)

παρθένος: Λακων. παρσένος (Ἀριστοφ. Λυσ. 1263-72), ἡ, ὡς καὶ νῦν, κόρη ἄγαμος, κοινῶς «παρθένα», Ὅμ., κλ.˙ ὡσαύτως γυνὴ παρθένος Ἡσ. Θ. 514˙ π. κόρα, ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Εὐρ. Φοίν. 1730˙ π. θυγάτηρ Ξεν. Κύρ. 4. 6, 9˙- καθόλου, κοράσιον (μήπω εἰς γάμον ἐλθόν), Ἰλ. Β. 514, Σοφ. Τρ. 1219, Ἀριστοφ. Νεφ. 530˙ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ γυνή, Σοφ. Τρ. 148, Θεόκρ. 27. 64˙ αἱ ἄθλιαι π. ἐμαί, τὰ δυστυχῆ μου κοράσια, Σοφ. Ο. Τ. 1462˙ ἀλλ’ ὡσαύτως, ἐπὶ γυναικῶν καθόλου, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1219, πρβλ. 1275˙ ἐπὶ τῆς Περσεφόνης, ὡς τὸ κόρα, Εὐριπ. Ἑλ. 1342, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 943˙- ἐν τῇ Λατ. virgo καὶ puella. 2) Παρθένος, ὡς ὄνομα τῆς Ἀθηνᾶς ἐν Ἀθήναις, Παυσ. 5. 11, 10., 10. 34, 8˙ (ἐντεῦθεν, νόμισμα Ἀθηναϊκὸν ἔχον τύπωμα κεφαλὴν Ἀθηνᾶς, «φιλοῦσι δὲ (δηλ. αἱ ἐν Κορίνθῳ ἑταιρίδες) τὰς ἐξ Ἀθηνῶν παρθένους, ὅταν φέρῃς πολλάς» Πολυδ. Ι´, 75), πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2661b ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Εὐριπ. Ἱππ. 17˙ ἐπὶ τῆς ἐν Ταύροις Ἰφιγενείας, Ἡρόδ. 4. 103˙ αἱ ἱεραὶ π., ἐπὶ τῶν Ἑστιάδων παρθένων ἐν Ρώμῃ, Διον. Ἁλ. 1. 69, Πλούτ., κτλ.˙ ὡσαύτως, αἱ Ἑστιάδες π. Πλουτ. Κικ. 19˙ καὶ ἁπλῶς, αἱ π., Διον. Ἁλ. 2. 66. 3) ὁ ἀστερισμὸς τῆς Παρθένου, Ἄρατ. 97. κτλ. 4)= κόρη ΙΙΙ, ἡ κόρη τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 7. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., παρθενικός, ἁγνός, παρθένον ψυχὴν ἔχων Εὐριπ. Ἱππ. 1006˙ μίτρη π. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 319˙ μεταφορ., π. πηγὴ Αἰσχύλου Πέρσ. 613, πρβλ. παρθένιος ΙΙ˙ ὦ παρθένοι= ὦ παρθένιοι τριήρεις, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1302. ΙΙΙ. ὡς ἀρσ. παρθένος, ὁ, ἀνὴρ ἄγαμος, Ἀποκάλ. ιδ´, 4, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8784b, Ἰακωψίου Ἀνθολ. Π. ἐν τῷ Πίνακι. (Ἡ ῥίζα ἄγνωστος).- Ἐκκλ., ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας, Ἰγνάτ. 717Β, Πολύκαρπ. 1009C, Τατιαν. 862C, 873C τὸ τάγμα τῶν παρθένων Μεθόδ. 129Β, Ἀθαν. Ι, 232Β, ΙΙ, 921Β, 953Β, κτλ.˙- ἡ παρθένος, ἐπὶ τῆς Παρθένου Μαρίας, Κλήμ. Ἀλ. Ι, 300Β, 1205Α, Ἱππόλ. 624Α, Ὠριγέν. Ι, 668Β, IV, 784Β, Μεθόδ. 349Β, Εὐσ. VI, 833C, Κύριλλ. Ἱερ. 465Β, κλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
I. vierge, particul.
1 jeune fille;
2 en gén. fille non mariée;
3 jeune femme non mariée;
4 qui est comme une jeune fille, vierge, pur, intact en parl. de choses;
II. p. anal. la statue d’Athéna, à Athènes.
Étymologie: DELG étym. énigmatique, car il n’y a pas de mot i.-e. de la vierge ; il y a bien entendu des théories pélasgiques, en évoquant πόρτις.