σταυρός

From LSJ
Revision as of 20:09, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταυρός Medium diacritics: σταυρός Low diacritics: σταυρός Capitals: ΣΤΑΥΡΟΣ
Transliteration A: staurós Transliteration B: stauros Transliteration C: stavros Beta Code: stauro/s

English (LSJ)

ὁ,

   A upright pale or stake, σταυροὺς ἐκτὸς ἔλασσε διαμπερὲς ἔνθα καὶ ἔνθα πυκνοὺς καὶ θαμέας Od.14.11, cf. Il.24.453, Th.4.90, X. An.5.2.21; of piles driven in to serve as a foundation, Hdt.5.16, Th.7.25.    II cross, as the instrument of crucifixion, D.S.2.18, Ev.Matt.27.40, Plu.2.554a; ἐπὶ τὸν σ. ἀπάγεσθαι Luc.Peregr.34; σ. λαμβάνειν, ἆραι, βαστάζειν, metaph. of voluntary suffering, Ev.Matt.10.38, Ev.Luc.9.23, 14.27: its form was represented by the Greek letter T, Luc.Jud.Voc.12.    b pale for impaling a corpse, Plu.Art.17.

German (Pape)

[Seite 930] ὁ (ἵστημι), ein aufrechtstehender Pfahl, Spitzpfahl, Pallisade; ἀμφὶ μεγάλην αὐλὴν ποίησαν σταυροῖσιν πυκινοῖσιν, Il. 24, 453, σταυροὺς ἐκτὸς ἔλασσε διαμπερὲς ἔνθα καὶ ἔνθα πυκνοὺς καὶ θαμέας, Od. 14, 11; ἰκρία ἐπὶ σταυρῶν ὑψηλῶν ἐζευγμένα, Her. 5, 16; Xen. An. 5, 2, 21, u. öfter. – Später das Kreuz zur Hinrichtung, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

σταυρός: ὁ, ὄρθιος πάσσαλοςξύλον μακρόν, σταυροὺς ἐκτὸς ἕλασσε διαμπερὲς ἔνθα καὶ ἔνθα πυκνοὺς καὶ θαμέας Ὀδ. Ξ. 11, πρβλ. Ἰλ. Ω. 453, Θουκ. 4. 90, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 21· ἐπὶ πασσάλων ἐμπεπηγμένων ὅπως χρησιμεύωσιν ἀντὶ θεμελίου, Ἡρόδ. 5.16, Θουκ. 7. 25· πρβλ. σταύρωμα. ΙΙ. δύο ξύλα σταυροειδῶς προσηρμοσμένα, οἷον τὸ Ρωμαϊκὸν ὄργανον θανατώσεως, Διόδ. 2. 18, πρβλ. Πλούτ. 2.554Α· ἐπὶ τὸν στ. ἀπάγεσθαι Λουκ. Περεγρ. 34· στ. λαμβάνειν, αἴρειν, βαστάζειν, μεταφορ. ἐπὶ ἑκουσίων παθημάτων, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ι΄, 38, κατὰ Λουκ. θ΄, 23, ιδ΄, 27· τὸ σχῆμα αὐτοῦ παρίσταται διὰ τοῦ Ἑλληνικοῦ γράμματος τ, Λουκ. Δίκη Φων. 12, πρβλ. σταυρωτός· - ὡσαύτως πάσσαλοςσκόλοψ πρὸς ἀνασκολόπισιν, Πλουτ. Ἀρτοξ. 17. 2) τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ ὡς σφραγὶς εἰς συμβόλαια, ὁμόλογα, κτλ., Βυζ. 3) τὸ σκῆπτρον τῶν αὐτοκρατόρων τῆς Κωνσταντινουπόλεως, Βυζ. 4) διακριτικόν τι σημεῖον ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, Böckh εἰς Σχολ. Πινδ. σ. 3. (Ἡ √ΣΤΑ, ἵστημι· πρβλ. Σανσκρ. sthâv-aras (σταθερός)· Ζενδ. stav-ra (strong)· Λατ. stiv-a, in-stau-ro· Γοτθ. stiur-jan (ἱστάναι, διαβεβαιοῦσθαι).)

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. pieu pour une palissade, palissade ; pieu pour fondement d’une construction;
II. instrument de supplice, particul. :
1 pal;
2 poteau pour y clouer les condamnés ; particul. poteau avec une traverse, croix.
Étymologie: cf. ἵστημι.