Ἀθήνη
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
ἡ, Athene, Il.1.194, etc.; Παλλὰς Ἀ. ib.400, etc.:—also Ἀθηναίη, Παλλὰς Ἀ. ib.221,200, etc.:—Att. Ἀθηναία, A.Eu.288, Ar.Eq.763, Pax271;
A Ἀ. Πολιάς Av.828, cf. X.An.7.3.39, and earlier Attic Inscrr.: contr. Ἀθηνᾶ, which in cent. iv superseded the fuller form: Dor. Ἀθάνα (this form and Ἀθηναία are the only ones used in Trag.); Ἀθαναία IG1.373105, Theoc. 15.80: Aeol. Ἀθανάα [νᾰ], Alc.9, Theoc.28.1 (also in some Attic Inscrr., as IG1.351; Ἀθηνάα ib.373120). 2 Ἀθηνᾶς ψῆφος casting vote, from that of A. given for Orestes, Philostr. VS2.3. 3 = Ἀθῆναι, q.v. 4 Pythag. name for 7 (cf. ἀειπάρθενος), TheoSm.p.103 H. 5 name of a plaster, Orib.Fr.88.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀθήνη: ἡ, ἡ Ἀθηνᾶ, παρ’ Ὁμήρῳ ἡ θεὰ τῆς διανοητικῆς δυνάμεως καὶ σοφίας, τῆς πολεμικῆς ἰσχύος καὶ εὐφυΐας ἐν ταῖς τέχναις τοῦ βίου, συχνάκις καλεῖται Παλλὰς Ἀθήνη, (ἴδε Παλλάς): - καλεῖται δὲ καὶ Ἀθηναίη ἢ Παλλὰς Ἀθηναίη. - Τὸ τελευταῖον ὄνομα (παρ’ Ἀττ. Ἀθηναία, Αἰσχύλ. Εὐμ. 288, Ἀριστοφ. Ἱπ. 763, Εἰρ. 271, Ὄρ. 828, Ξεν. Ἀν. 7. 3. 39 καὶ συχν. ἐν Ἐπιγρ.) συνῃρέθη μετὰ ταῦτα εἰς τὸν τύπον Ἀθηνᾶ καὶ κατέστη (μετ’ Εὐκλείδην, ἀπὸ τοῦ 403 π. Χ.) τὸ κοινὸν αὐτῆς ὄνομα ἐν Ἀθήναις, τῇ πόλει τῇ διατελούσῃ ὑπὸ τὴν ἰδιαιτέραν αὐτῆς προστασίαν, Συλλ. Ἐπιγρ. 87., 99. 6, καὶ ἀλλ.: - Δωρ. Ἀθάνα, ὁ τύπος ὃν πάντοτε οἱ Τραγ. μεταχειρίζονται, ἄν καὶ ἔγραφον Ἀθηναία, ἔτι καὶ ἐν λυρ. χωρίοις, Πόρσ. Ὀρ. 26, Ἀθηναία, Θεόκρ. 15. 80: - Αἰολ. Ἀθανάα, [νᾰ], Ἀλκαῖος 9, Θεόκρ. 28. 1. ὡσαύτως καὶ ἐν Ἀττ. Συλλ. Ἐπιγρ. 150.1,,154. Ἐπιστεύετο δὲ ὅτι ἵδρυσε τὸ δικαστήριον τοῦ Ἀρείου Πάγου καὶ ὅτι ἔδωκε τὴν κρατοῦσαν ψῆφόν της ὑπὲρ τοῦ Ὀρέστου, ὁπόθεν ἡ παροιμία, Ἀθηνᾶς ψῆφος, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 753. 2) Ἀθῆναι, ἐν Ὀδ. Η. 80· Ἀθήνη ... ἵκετο δ’ εἰς Μαραθῶνα καὶ εὐρυάγυιαν Ἀθήνην (περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λέξ. ἄνθος).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
ion. c. Ἀθηνᾶ.
English (Autenrieth)
(Od. 7.80): Athens, Il. 2.546, , Od. 3.278, 307. ;;: the goddess Athena, ἀγελείη, Ἀλαλκομενηίς, γλαυκῶπις, ἐρυσίπτολις, εὐπλόκαμος, ἠύκομος, λαοσσόος, ληῖτις, πολύβουλος; cf. Ἀτρυτώνη, Τριτογένεια, esp. Παλλάς. Fosters the arts, Od. 6.232, Od. 23.160, esp. domestic and feminine accomplishments, Il. 9.390, Od. 2.116; as a goddess of war, she protects cities (Ἀλαλκομενηίς), and is the especial patron of Odysseus.
see Ἀθῆναι, Ἀθηναίη.