ἀμφίστημι
Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst
English (LSJ)
A place round: in this sense only poet. in Pass. ἀμφίσταμαι, with intr. aor. ἀμφέστην, Ep. 3pl. ἀμφέσταν, and 3pl. pf. ἀμφεστᾶσι, stand around, abs., φίλοι δ' ἀμφέσταν ἑταῖροι Il.18.233; κλαίων δ' ἀμφίσταθ' ὅμιλος 24.712: c. acc., ἀμφὶ δέ σ' ἔστησαν Od. 24.58; πεδίον ἀμφεστᾶσι πᾶν S.OC1312, cf. Aj.724: c. dat., ἀμφίσταμαι τραπέζαις El.192. II Med., investigate, Tab.Heracl.1.125; cf. ἀμπιστατήρ.
German (Pape)
[Seite 144] (s. ἵστημι), umherstellen, Iliad. 18, 344 Od. 8, 434 ἀμφὶ πυρὶ στῆσαι τρίποδα μέγαν, entw. πυρί dat. instr. = mit Feuer zu umstellen, oder obiect. = um's Feuer zu stellen, weil das Feuer zwischen den Füßen des Dreifußes brennt; in beiden Stellen folgt λοετροχόον τρίποδ' ἵστασαν ἐν πυρὶ κηλέῳ; – med. u. intrans. tempp. des act. = umherstehen, κλαίων ἀμφίσταθ' ὅμιλος Il. 24, 712; vgl. 11, 733; ἀμφέσταν ἑταῖροι 18, 233; ἀμφὶ δέ σ' ἔστησαν κοῦραι Od. 24, 58; mit dat. κεναῖς τραπέζαις ἀμφίστανται Soph. El. 185; mit acc. ἀμφεστᾶσι λόγχαις πεδίον O. C. 1314; ὄτοβος ἀμφίσταται, Lärm erhebt sich ringsum, 1475. – Bei Sp. auch = untersuchen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίστημι: περιίστημι: πιθανῶς ἐν χρήσει παρὰ ποιηταῖς μόνον καὶ ἐν τῷ παθ. τύπῳ ἀμφίσταμαι μετὰ τοῦ ἀμεταβ. ἀορ. ἀμφέστην, Ἐπ. γ΄ πληθ. ἀμφέσταν, συγκεκομμ. γ΄ πληθ. προσ. τοῦ πρκμ. ἀμφεστᾶσι: - ἵσταμαι πέριξ, ἀπολ. φίλοι δ’ ἀμφέσταν ἑταῖροι Ἰλ. Σ. 233· κλαίων δ’ ἀμφίσταθ’ ὅμιλος Ω. 712· μ. αἰτ., ἀμφὶ δέ σ’ ἔστησαν (ἐν τμήσει) Ὀδ. Ω. 58· πεδίον ἀμφεστᾶσι πᾶν Σοφ. Ο. Κ. 1312, πρβλ. Αἴ. 724: μ. δοτ., ἀμφίσταμαι τραπέζαις ὁ αὐτ. Ἠλ. 192. ΙΙ. μέσ., ἀνιχνεύω, ἀνερευνῶ, Ἡρακλ. Πίν. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 125· ὁ Ἡσύχ. ἔχει ἀμπιστατὴρ (οὕτως ἀναγνωστέον)· ἐξεταστής.
French (Bailly abrégé)
seul. ao.2 et pf.
placer debout autour ; intr. se placer ou se tenir debout autour;
Moy. ἀμφίσταμαι se tenir debout devant.
Étymologie: ἀμφί, ἵστημι.
English (Autenrieth)
aor. 2 ἀμφέστην, 3 pl. ἀμφέσταν (for -έστησαν), pass. ipf. ἀμφίστατο, -σταντο: place around, pass. and intr., stand around, Il. 18.233, Il. 24.712 ; ἄστυ, ‘beleaguer,’ Il. 11.733.