διαθρύπτω

From LSJ
Revision as of 15:24, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an

Menander, Monostichoi, 375
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαθρύπτω Medium diacritics: διαθρύπτω Low diacritics: διαθρύπτω Capitals: ΔΙΑΘΡΥΠΤΩ
Transliteration A: diathrýptō Transliteration B: diathryptō Transliteration C: diathrypto Beta Code: diaqru/ptw

English (LSJ)

—Pass., aor. διετρύφην [ῠ] Il.3.363,

   A διεθρύφθην D.L. 7.153, διεθρύβην [ῠ] LXXNa.1.6:—break in pieces, τὸ κρανίον Luc. DMort.20.2; φλὸξδ. τὴν τῶν λίθων ἰσχύν Procop.Pers.2.17:—Pass., once in Hom., τριχθά τε καὶ τετραχθὰ διατρυφέν [τὸ ξίφος] Il.l.c.; of a drug, to be crushed, Hp.Mul.1.74; ἀσπίδες διατεθρυμμέναι X.Ages. 2.14, cf. D.H.9.21.    II metaph., break down by profligate living and indulgence, enervate, pamper, τινά Pl.Ly.210e; σώματα X.Lac. 2.1:—Pass., to be enervated, πλούτῳ A.Pr.891 (lyr.); διὰ τὸν πλοῦτον X.Mem.4.2.35; ὑπὸ πολλῶν ἀνθρώπων ib.1.2.24; διατεθρύφθαι τὸν βίον Ael.VH13.8; τῷ βίῳ Plu.Pomp.18; διατεθρυμμένος τὰ ὦτα κολακείαις Id.Dio8. Adv.διατεθρυμμένως, ἔχειν Pl.Lg.922c.    2 Med., give oneself airs; of a prudish girl, to be coy, Theoc.6.15; of a singer, διαθρύπτεται ἤδη is beginning her airs and graces, Id.15.99; of a doctor, have an affected 'bedside manner', Gal.17(2).148.

Greek (Liddell-Scott)

διαθρύπτω: ἀόρ. παθ. διετρύφην [ῠ], Ἰλ., διεθρύφθην Διογ. Λ. 7. 153. 2) συνθλῶ εἰς τεμάχια, θραύω, συντρίβω εἰς τεμάχια· παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἅπαξ, τριχθά τε καὶ τετραχθὰ διατρυφὲν [τὸ ξίφος] Ἰλ. Γ. 363· ἀσπίδες διατεθρυμμέναι Ξεν. Ἀγησ. 2, 14· διαθρύπτειν τὸ κρανίον Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 20. 2. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ Λατ. frangere, ἀδυνατίζω, ἐκθηλύνω τινὰ δι’ ἀσώτου βίου καὶ διὰ τρυφῆς καὶ θωπειῶν, ἐκνευρίζω, καθιστῶ τρυφηλόν, «χαϊδεμένον», θηλυπρεπῆ, Πλάτ. Λύσ. 210Ε, Ξεν. Πολ. Λακ. 2. 1. - Παθ. ὡς τὸ Λατ. frangi, κατασυντρίβομαι, ἐξαδυνατίζομαι, ἐκνευρίζομαι, διὰ τρυφῆς διαφθείρομαι, πλούτῳ Αἰσχύλ. Πρ. 891· διὰ τὸν πλοῦτον Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 35· ὑπὸ πολλῶν ἀνθρώπων αὐτόθι 1. 2, 24· διατεθρύφθαι τὸν βίον Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 13. 8· τῷ βίῳ Πλούτ. Πομπ. 18· διατεθρυμμένος τὰ ὦτα κολακείαις, Λατ. animo fractus, ὁ αὐτ. Δίωνι 8· ἐντεῦθεν ἐπίρρ., διατεθρυμμένως ἔχειν Πλάτ. Νόμ. 922C. 2) Μέσ., «καμαρώνω», ὑπερηφανεύομαι, κομψεύομαι· ἐπὶ φιλαρέσκου κόρης, ἀκκίζομαι, «κάμνω νάζια», τινι Θεόκρ. 6. 15, ἐπὶ γυναικὸς ἀοιδοῦ, διαθρύπτεται ἤδη, «κάμνει τὰ τσακίσματά της», λαμβάνει στάσιν, ἵνα ἀρχίσῃ τὸ ᾆσμα, ὁ αὐτ. 15. 99.

French (Bailly abrégé)

ao.2 Pass. διετρύφην, pf. Pass. διατέθρυμμαι;
1 mettre en pièces : τὸ κράνιον LUC briser le crâne ; Pass. être mis en pièces : τριχθά τε καὶ τετραχθά IL en trois et quatre morceaux;
2 fig. briser par une vie molle ; énerver, efféminer;
Moy. διαθρύπτομαι faire des manières, minauder.
Étymologie: διά, θρύπτω.

English (Autenrieth)

aor. pass. part. διατρυφέν: break in pieces, shiver, Il. 3.363†.