ἐκδέχομαι
καὶ τῇ ὧν λέγεις καὶ φθέγγῃ ἡρωικῇ ἀληθείᾳ ἀρκούμενος, εὐζωήσεις → and satisfied with heroic truth in every word and sound which you utter, you will live happy
English (LSJ)
Ion. ἐκδέκ-, Ep.3pl.
A ἐκδέχαται Tryph.197 : fut. ἐκδερμᾰτ-δέξομαι: —Pass.(v. infr.1.6). I mostly of persons, 1 take or receive from another, οἵ οἱ σάκος ἐξεδέχοντο Il.13.710 ; Ὀρέστην ἐξεδεξάμην πατρί A.Ch.762 ; of a beacon-fire, τρίτον Ἀθῷον αἶπος..ἐξεδέξατο Id.Ag.285 ; ἐ. τὴν αἰτίαν take it on oneself, D.19.37. 2 of a successor, ἐ. τὴν βασιληΐην Hdt.1.26, etc. : freq. with acc. omitted, ἐξεδέξατο Σαδυάττης (sc. τὴν βασιληΐην) S. succeeded, ib.16, cf. 103,al. ; παῖς παρὰ πατρὸς ἐκδεκόμενος τὴν ἀρχήν, [τὴν τέχνην], Id.1.7,2.166 ; so ἐκδεξάμενοι (sc. τὴν μάχην) Id.7.211. 3 take up the argument, ὥσπερ σφαῖραν ἐ. τὸν λόγον Pl.Euthd.277b ; ἐκδεξάμενος (sc. τὸν λόγον) εἰπεῖν Id.Smp.189a ; ὁ μὲν πρῶτος εἰπὼν..ὁ δ' ἐκδεξάμενος D.18.21. 4 wait for, expect, κεῖνον ἐνθάδ' ἐ. S.Ph.123 ; ἐλέφαντας Plb.3.45.6 ; ἀλλήλους 1 Ep.Cor.11.33 ; ἐ. μεθ' ἡσυχίας ἕως.. D.H.6.67 ; πότε.. Tryph.l.c. : abs., wait, ἕως.. POxy.1673.8 (ii A.D.). 5 take or understand in a certain sense, οὕτω δὴ τὴν ἀσωτίαν ἐκδεχόμεθα Arist.EN1120a3 ; τοὺς λόγους Plb.10.18.12 ; πρὸς τὸ συμφέρον D.S.14.56. 6 entertain, μεγαλοπρεπέστερον ἐγδεχθῆναι PTeb.33.7 (ii B.C.). 7 to be surety for, τινά PSI4.349 (iii B.C.), LXXGe.43.9. II of events, await, τοὺς Σκύθας.. ἐξεδέξατο οὐκ ἐλάσσων πόνος Hdt.4.1 ; ἐ. [αὐτοὺς] περίοδος τῆς λίμνης μακρή Id.1.185. 2 of contiguous countries, come next, ἀπὸ ταύτης (sc. τῆς Περσικῆς) ἐ. Ἀσσυρίη Id.4.39, cf. 99, Peripl.M. Rubr.27. 3 in Archit., support, καμάραν D.S.18.26.
German (Pape)
[Seite 756] 1) Etwas von Einem aufnehmen, es ihm abnehmen, τινί τι, Il. 13, 710; Ὀρέστην ἐξεδεξάμην πατρί Aesch. Ch. 751; τὰ εἰς πόλεμον παρὰ πατρός, d. i. vom Vater lernen, Her. 2, 166; παῖς παρὰ πατρὸς ἀρχὴν ἐξεδέξατο, überkam die Regierung vom Vater, folgte ihm in der Regierung, 1, 26. 106, öfter, u. Folgde; auch ohne den acc., Φραόρτεω τελευτήσαντος ἐξεδέξατο Κυαξάρης Her. 1, 16, folgte ihm nach; ähnl. ἡ Περσικὴ κα, ἀπὸ ταύτης ἐκδεκομένη Ἀσσυρίη 4, 39; so auch ἐκδεξάμενον εἰπεῖν Plat. Conv. 189 a, gleich darauf; vgl. ὥσπερ σφαῖραν ἐκδεξάμενος τὸν λόγον, Euthyd. 277 b. – 2) aufnehmen in sich, τὰ πάντα ἐν αὑτῷ Plat. Tim. 50 e; dah. λόγους, verstehen, auffassen, Pol. 10, 8, 12; D. Sic. 14, 56, u. bes. Schol. – 3) erwarten, κεῖνον ἐνθάδ' ἐκδέχου Soph. Phil. 123; Dem. 5, 18; ἕως ἂν γένηταί τι D. Hal. 6, 67. – Anders Her. τοὺς Σκύθας ἐξεδέξατο πόνος 4, 1, vgl. Pol. 1, 65, 2, empfangen, erwarten. – Aber πόλεμον, übernehmen, Plat. Menex. 245 a; τὴν αἰτίαν, die Schuld auf sich nehmen, Dem. 19, 37.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδέχομαι: Ἰων. ἐκδέκομαι, μέλλ. -δέξομαι, ἀποθ. Ι. τὸ πλεῖστον ἐπὶ προσώπων, 1) λαμβάνω ἢ δέχομαι παρ’ ἄλλου, οἵ οἱ σάκος ἐξεδέχοντο Ἰλ. Ν. 710· Ὀρέστην ἐξεδεξάμην πατρὶ Αἰσχύλ. Χο. 762· ἐπὶ πυρσοῦ, μέγαν δὲ πανὸν ἐκ νήσου τρίτον Ἀθῷον αἶπος Ζηνὸς ἐξεδέξατο ὁ αὐτ. Ἀγ. 285· ἐκδ. τὴν αἰτίαν, ἀναλαμβάνω, «παίρνω ἐπάνω μου» τὴν κατηγορίαν, Δημ. 352. 26. 2) ἐπὶ διαδόχου, ἐκδ. τὴν ἀρχήν, τὴν βασιληΐην παρά τινος Ἡρόδ. 1. 7, 26, κτλ.· συχνάκις ὡσαύτως παραλειπομένης τῆς αἰτιατ., ἐξεδέξατο Σαδυάττης (ἐνν. τὴν βασιληΐην) αὐτόθι 16, πρβλ. 103, κ. ἀλλ.· παῖς παρὰ πατρὸς ἐκδεκόμενος τὴν τέχνην ὁ αὐτ. 2. 166· οὕτως, ἐκδεξάμενοι (ἐνν. τὴν μάχην) ὁ αὐτ. 7. 211. 3) λαμβάνω τὸν λόγον, καὶ ὁ Διονυσόδωρος ὥσπερ σφαῖραν ἐκδεξάμενος τὸν λόγον Πλάτ. Εὐθύδ. 277Β· ἐκδεξάμενος (ἐνν. τὸν λόγον) εἰπεῖν ὁ αὐτ. Συμπ. 189Α· ὁ μὲν πρῶτος εἰπὼν..., ὁ δ’ ἐκδεξάμενος Δημ. 232. 10 4) περιμένω, προσδοκῶ, Λατ. excipere, κεῖνον ἐνθάδ’ ἐκδέχου Σοφ. Φ. 123· ἐκδ. ἕως... Διον. Ἁλ. 6. 67. 5) ὡς τὸ Λατ. accipere, ἀποδέχομαι, ἐκδέχομαι, ἐκλαμβάνω, ἐξηγοῦμαι, οὕτω δὴ τὴν ἀσωτίαν ἐκδεχόμεθα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 5· τοὺς λόγους Πολύβ. 10. 18, 12· πρβλ. ἐκλαμβάνω IV. ΙΙ. ἐπὶ γεγονότων, περιμένω, ἀναμένω, Λατ. excipere, τοὺς Σκύθας... ἐξεδέξατο οὐκ ἐλάσσων πόνος Ἡρόδ. 4. 1 ἐκδ. αὐτοὺς περίοδος τῆς λίμνης μακρὴ ὁ αὐτ. 1. 185. 2) ἐπὶ γειτνιαζουσῶν χωρῶν, συνορεύω, ἀπὸ ταύτης (ἐνν. τῆς Περσικῆς) ἐκδεκομένη Ἀσσυρίη ὁ αὐτ. 4. 39, πρβλ. 99.
French (Bailly abrégé)
f. ἐκδέξομαι, etc.
I. recevoir de : τινί τι ἐκδ. recevoir qch des mains de qqn ; τινα ἐκδ. τινι ESCHL recevoir une personne des mains d’une autre ; particul.
1 recueillir par succession : παρά τινος ἀρχήν HDT recueillir le pouvoir des mains de qqn ; abs. succéder, venir après ; en parl. de pays ἡ Περσικὴ καὶ ἀπὸ ταύτης ἐκδεκομένη ἡ Ἀσσυρίη HDT la Perse et l’Assyrie, qui vient ensuite ; en parl. d’événements τοὺς Σκύθας ἐξεδέξατο οὐκ ἐλάσσων πόνος HDT une guerre non moins difficile survint aux Scythes;
2 recevoir par tradition verbale ; apprendre : τι παρά τινος qch de qqn;
II. attendre, acc..
Étymologie: ἐκ, δέχομαι.