Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἑσπέριος

From LSJ
Revision as of 15:27, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἑσπέριος Medium diacritics: ἑσπέριος Low diacritics: εσπέριος Capitals: ΕΣΠΕΡΙΟΣ
Transliteration A: hespérios Transliteration B: hesperios Transliteration C: esperios Beta Code: (espe/rios

English (LSJ)

α, ον, and ος, ον E.HF 395 (lyr.): (ἕσπερος):    I of Time, towards evening, Hom., esp. in Od., usu. with Verbs, ἑ. δ' εἰς ἄστυ..κάτειμι Od.15.505 ; ἑσπερίους ἀγέρεσθαι ἀνώγει 2.385 ; ἀπονέεσθαι ἑ. 9.452 ; ἑ. φλέγεν Pi.N.6.38 ; ἑσπερίῃσι (sc. ὥραις) at eventide, Opp.C.1.138, cf. Man.2.422 ; ἄχρι ἑσπερίου (sc. χρόνου) Arist.HA619b21 (v. ἀκρέσπερος); ἑ. ἀοιδαί songs sung at even, Pi.P.3.19 : in late Prose, ἑσπέριος [γένεσις] Vett.Val. 72.21.    II of Place, western, ἠὲ πρὸς ἠοίων ἦ ἑ. ἀνθρώπων Od.8.29, cf. E.l.c. ; ἔριφοι Theoc.7.53 ; ἅλς Arat.407, cf. Call.Fr.443 ; τὰ ἑ. the western parts, Th.6.2, Plu.Ant.30 ; ἀφ' ἑσπερίης (sc. χώρης) from the west, IG14.1020.    III Ἑσπέριος, ὁ,=Ἕσπερος, the star, Gal. 17(1).16. (ϝεσπ-, cf. ϝεσπάριοι, of the Western Locrians, IG9(1).334 (v B. C.), Lat. vesper.)

German (Pape)

[Seite 1043] auch 2 Endgn, wie Eur. Herc. f. 395, Strab. III, 150 u. a. Sp.; abendlich, ἀοιδαί Pind. P. 3, 19; ἑσπέριος ἦλθεν, zu Abend, Abends kam er, Od. 9, 336. 15, 505; ἑσπερίους ἀγέρεσθαι ἀνώγει, er ließ sie Abends zusammenkommen, 2, 385; ἑσπέριος φλέγεν Pind. N. 6, 39; ἀνατολαί Plat. Tim. Locr. 96 e; sp. D., wie ἑσπέριος κεῖνός γε τελεῖ τά κεν ἦρι νοήσῃ Callim. Iov. 87. – Von der Himmelsgegend, westlich, ἠὲ πρὸς ήοίων ἢ ἑσπ ερίων ἀνθρώπων Od. 8, 29; Eur. Herc. Fur. 395; ἡ ἑσπερία θάλασσα u. ä., Sp.; τὰ ἑσπέρια, die Westgegend, Plut. Ant. 30; der Westen, Luc. Hermot. 25.

Greek (Liddell-Scott)

ἑσπέριος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 395· (ἕσπερος)· ἀντίθ. τῷ ἡοῖος, ἑῷος· Ι. ἐπὶ χρόνου, πρὸς ἑσπέραν, κατὰ τὸ βράδυ, τὴν ἑσπέραν, Ὅμ., ἰδίως ἐν τῇ Ὀδ., κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ ῥήματος, ἑσπέριος δ’ εἰς ἄστυ... κάτειμι Ὀδ. Ο. 505· ἑσπέριος ἦλθεν Ι. 336· ἑσπερίους ἀγέρεσθαι ἀνώγει Β. 385· ἀπονέεσθαι ἑσπ. Ι. 452, πρβλ. Β. 357, Ξ. 344· ἑσπ. φλέγεν Πινδ. Ν. 6. 66: _ ἑσπερίῃσι (δηλ. ὥραις), κατὰ τὰς ἑσπερινὰς ὥρας, Ὀππ. Κυν. 1. 138, Μανέθων 2. 422· ἄχρι ἑσπερίου (ἐξυπ. χρόνου) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 34, 1· - περὶ τοῦ ἑσπ. ἀοιδαί, ἴδε ἐν λέξ. ὑποκουρίζομαι. ΙΙ. ἐπὶ τόπου, ὁ πρὸς δυσμάς, δυτικός, Λατ. occidentalis, πρὸς... ἑσπερίων ἀνθρώπων Ὀδ. Η. 29, πρβλ. Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἔριφοι Θεόκρ. 7. 53· ἃλς Ἄρατ. 407, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 443· τὰ ἑσπ., τὰ δυσμικὰ μέρη, Θουκ. 6. 2, Πλούτ. Ἀντών. 30· ἀφ’ ἑσπερίης (ἐξυπακ. χώρης), ἐκ δυσμῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 6012c.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
1 du soir, qui a lieu ou se produit le soir, qui fait qch le soir;
2 de la région du couchant, occidental ; τὰ ἑσπέρια les pays situés à l’ouest, le couchant, l’occident, l’ouest.
Étymologie: ἕσπερος.

English (Autenrieth)

(ϝέσπερος): in the evening, Il. 21.560, Od. 9.336; of the West, Od. 8.29.