σήπω

From LSJ
Revision as of 15:31, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σήπω Medium diacritics: σήπω Low diacritics: σήπω Capitals: ΣΗΠΩ
Transliteration A: sḗpō Transliteration B: sēpō Transliteration C: sipo Beta Code: sh/pw

English (LSJ)

A.Ch.995, Pl.Ti.84d, etc.: fut.

   A σήψω A.Fr.275: aor. ἔσηψα (δι-) Ael.NA9.62:—make rotten or putrid, A.Fr.l.c.; of a serpent's poison, A.Ch.l.c.; of the sting of the σήψ, Ael.NA16.40.    b soak hides, δέρματα σ. Supp.Epigr.3.18 (Athens, v B.C.).    2 metaph., corrupt, waste, αἱ ἡσυχίαι σήπουσι καὶ ἀπολλύασι Pl.Tht.153c; σ. τὰ τῆς πόλεως πράγματα D.H.11.37.    II mostly in Pass. (pf. σέσηπα being used in pass. sense, Il.2.135, E.El.319, (κατα-) Ar. Pl.1035, (ἀπο-) X.An.4.5.12), fut. σᾰπήσομαι Gal.7.397, (κατα-) Pl. Phd.86b, (ἀπο-) Hp.Prorrh.2.1: aor. ἐσάπην [ᾰ] Hes.Sc.152, Hdt.2.41, 3.66, Pl.Phd.80d; σαπήῃ (κατα-), Ep. subj. for σαπῇ, Il.19.27: pf. σέσημμαι prob. in POxy.1449.51 (iii A.D.):—rot, moulder, of dead bodies, χρὼς σήπεται Il.24.414, cf. 19.27, Hdt.2.41; περὶ ῥινοῖο σαπείσης Hes.Sc.152; of wood, δοῦρα σέσηπε Il.2.135; τριήρης ὑπὸ τερηδόνων σαπεῖσα Ar.Eq.1308.    2 of live flesh, mortify, ὁ μηρὸς ἐσάπη Hdt.3.66; σφακελίσαντος τοῦ μηροῦ καὶ σαπέντος Id.6.136, cf. Pl.Phd.80d; αἷμα σέσηπεν E.El.319; promote coction or formation of 'laudable' pus, in Act., Hp.Morb.1.6,28.    3 of water, Id.Aër.8; οἶνος . . σαπὲν ἐν ξύλῳ ὕδωρ Emp.81.    4 of the food rejected after digestion, Arist.Mete.381b12, al.; cf. σηπτός, σῆψις 11.    5 metaph., σ. ὑπὸ τῆς ἡδονῆς Men. 23; ὁ πλοῦτος ὑμῶν σέσηπε Ep.Jac.5.2.

German (Pape)

[Seite 875] faulmachen, in Fäulniß bringen, durch Fäulniß zu Grunde richten; ἄκανθα ποντίου βοσκήματος σήψει παλαιὸν δέρμα, Aesch. frg. 257; ἔχιδν' ἔφυ σήπειν θιγοῦσ' ἂν ἄλλον, Ch. 995; u. in Prosa: Plat. Tim. 84 d; καὶ ἀπολλύναι, Theaet. 153 c; auch = gähren machen, in Gährung bringen. – Gew. im pass. σήπομαι, mit aor. II. ἐσάπην, conj. σαπήῃ, Il. 19, 27, σαπείς, u. perf. II. σέσηπα, verfaulen, verwesen, faul sein; χρὼς σήπεται, 24, 414; χρόα πάντα σαπήῃ, 19, 27; περὶ ῥινοῖο σαπείσης, Hes. Sc. 152; δοῦρα σέσηπε, Il. 2, 135; ὁ μηρὸς ἐσάπη, τοῦ μηροῦ σαπέντος, Her. 3, 66. 6, 136; Plat. Phaed. 80 d 87 e; αἷμα πατρὸς μέλαν σέσηπεν, Eur. El. 319; σεσηπυῖα τροφή, Ggstz von νεαρά, S. Emp. pyrrh. 1, 56; σεσηπὼς τὸ σκέλος, Luc. Philops. 11; Philopatr. 20 σεσημμένον γερόντιον, welche Form auch Arist. H. A. 9, 1 hat. – Auch = gähren, in Gährung gerathen, κριθῆς ἐν ὕδατι σαπείσης, D. Hal. epit. 13, 16.

Greek (Liddell-Scott)

σήπω: μέλλ. σήψω Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 270· ἀόρ. ἔσηψα (δι) Αἰλ. π. Ζ. 9. 62. Ἐπιφέρω σῆψιν, «σαπίζω» τι, Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ. Τίμ. 84D· μάλιστα ἐπὶ τοῦ δηλητηρίου ὄφεως, τοῦ «σαπίτου», Αἰσχύλ. Χο. 995· ἐπὶ τοῦ δήγματος τοῦ σηπός, Αἰλ. π. Ζ. 16. 40. 2) μεταφορ., φθείρω, καταστρέφω, ἀφανίζω, αἱ ἡσυχίαι σήπουσι καὶ ἀπολλύασι Πλάτ. Θεαίτ. 153C· σ. τὰ τῆς πόλεως πράγματα Διον. Ἁλ. 11. 37. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., ὁ δὲ πρκμ. σέσηπα κεῖται μὲ σημασίαν ἐνεστ. ἀντὶ σήπομαι, Ἰλ. Β. 135, Εὐρ. Ἠλ. 319, (κατα-) Ἀριστοφ. Πλ. 1035, (ἀπο-) Ξεν. Ἀν. 4.5, 12· - ἀόρ. ἐσάπην [ᾰ] Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 152, Ἡρόδ. 2. 41., 3. 66, καὶ Ἀττ., σαπήῃ (κατα-), Ἐπικ. ὑποτακτ. ἀντὶ σαπῇ, Ἰλ. Τ. 27· σπανίως ἐσήφθην Ἀπολλιν. ἐν Παλ. Διαθ.· μετοχ. πρκμ. σεσημμένος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 1, 10. «Σαπίζω», εἶμαι πλήρης σήψεως, ἀποσυντίθεμαι, ἐπὶ νεκρῶν σωμάτων, χρὼς σήπεται Ἰλ. Ω. 414, πρβλ. Τ. 27, Ἡρόδ. 2. 41· περὶ ῥινοῖο σαπείσης Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 152· ἐπὶ ξύλων, δοῦρα σέσηπε Ἰλ. Β. 135· τριήρης ὑπὸ τερηδόνων σαπεῖσα Ἀριστοφ. Ἱππ. 1308. 2) ἐπὶ ζώσης σαρκός, νεκροῦμαι, ὁ μηρὸς ἐσάπη Ἡρόδ. 3. 66· σηπομένου τοῦ μηροῦ ὁ αὐτ. 6. 136, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 80D· αἷμα σέσηπεν Εὐρ. Ἠλ. 319. 3) ἐπὶ ὕδατος, Ἱπ. π. Ἀέρ. 285. 4) ἐπὶ τῆς τροφῆς τῆς μετὰ τὴν χώνευσιν ἀποβαλλομένης, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 22, κ. ἀλλ.· πρβλ. σηπτός, σῆψις ΙΙ. 5) μεταφορ., σ. ὑπὸ τῆς ἡδονῆς Μένανδρ. ἐν «Ἁλιεῦσιν» 3. (Ἡ √ΣΑΠ (σαπῆναι, σαπρός) εἶναι ἴσως ἡ αὐτὴ καὶ ἡ τοῦ ὀπός, sucus, ὥστε ἡ πρώτη σημασία θὰ ἦτο, πίπτω, καταπίπτω εἰς τεμάχια).

French (Bailly abrégé)

f. σήψω, ao. inus., pf. au sens Pass.
faire tomber en pourriture;
Pass. σήπομαι (f. σαπήσομαι, ao.2 ἐσάπην, pf. σέσηπα);
1 se putréfier, pourrir;
2 se gangrener, se décomposer.
Étymologie: R. Σαπ, avoir une odeur forte ; cf. lat. sapere.

English (Autenrieth)

perf. σέσηπε, pass. aor. subj. σαπήῃ: pass., and perf., rot, decăy. (Il.)