πολύκαρπος
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
ον,
A fruitful, ἀλωή Od.7.122, 24.221; χθών Pi.P.9.7 (Sup.); τὸν π. οἰνάνθας βότρυν E.Ph.230 (lyr.); δένδρον Pl.Ti.86c (Comp.), cf. Hp.Insomn.90, etc.; στέφανος μύρτων Ar.Ra.328, cf. IG3.726; rich in fruit, Φρύγες πολυκαρπότατοι Hdt.5.49; θεοί CIG2175. II πολύκαρπον, τό, = κραταιόγονον, Hp.Mul.1.65, acc. to Gal.19.132; = πολύγονον ἄρρεν, Dsc.4.4.
German (Pape)
[Seite 664] mit od. von vielen Früchten, fruchtbar; ἀλωή, Od. 7, 122. 24, 221; χθονὸς πολυκαρποτάτας, Pind. P. 9, 7; τὸν πολύκαρπον οἰνάνθας βότρυν, Eur. Phoen. 238; Φρύγες πολυκαρπότατοι, Her. 5, 49; πολυκαρπότερον σπέρμα, Plat. Tim. 86 c; Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκαρπος: -ον, ὁ ἔχων ἄφθονον καρπόν, εὔφορος, ἀλωὴ Ὀδ. Η. 122, Ω. 221· χθὼν Πινδ. Π. 9. 14· τὸν π. οἰνάνθας βότρυν Εὐρ. Φοίν. 230· στέφανος μύρτων Ἀριστοφ. Βάτρ. 301· Φρύγες πολυκαρπότατοι Ἡρόδ. 5. 49· θεοὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 2175. ΙΙ. πολύκαρπον, τό, εἶδος κραταιογόνου (βοτάνης), Ἱππ. 615. 18, Γαλην. Λεξ. σ. 548.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit beaucoup de fruits, riche en fruits, très fécond;
Cp. πολυκαρπότερος, Sp. πολυκαρπότατος.
Étymologie: πολύς, καρπός.