παντοδαπός

From LSJ
Revision as of 12:20, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

ἔστι δὲ τὸ ἓν καὶ τὸ ἁπλοῦν οὐ τὸ αὐτό → the one and the simple are not the same

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντοδᾰπός Medium diacritics: παντοδαπός Low diacritics: παντοδαπός Capitals: ΠΑΝΤΟΔΑΠΟΣ
Transliteration A: pantodapós Transliteration B: pantodapos Transliteration C: pantodapos Beta Code: pantodapo/s

English (LSJ)

ή, όν, (cf. ἀλλοδαπός)

   A of every kind, of all sorts, manifold, ἄνθεα, χρόϊαι, καρπός, h.Cer.402, Sapph.20, A.Th.357 (lyr.), etc.; παντοδαπᾶς ἐπὶ γᾶς E. Hel.525 (lyr., s. v.l.); π. ἱστορία miscellaneous, D.L.5.5; τὸ π. [τῆς λέξεως] Phld.Rh.1.198 S.; of every country, ποδαπὸς εἶ; Answ. π. Luc.Vit.Auct.8: in pl., πολλοὶ καὶ π. Hdt.9.84; παντοδαποὶ τῆς στρατιῆς, = π. στρατιῶται, Id.7.22: contemptuously, δοῦλοι καὶ ξένοι π. And.2.23; πολλὴ καὶ π. ἄγνοια Pl.Sph.228e: Comp. -ώτερος Arist. HA525b3: Sup. -ώτατος Hp.Aër.9, Isoc.15.295. Adv. -πῶς in all kinds of ways, ἐσθλοὶ μὲν γὰρ ἁπλῶς, π. δὲ κακοί Poet. ap. Arist.EN 1106b35, cf. Pl.Prm.130a, etc.; π. ἔχειν Arist.EN1100a27.    2 παντοδαπὸς γίγνεται assumes every shape, Ar.Ra.289, Pl.R.398a; ὥσπερ ὁ Πρωτεὺς π. γίγνει Id.Ion541e.

German (Pape)

[Seite 463] (vgl. über das Suffirum ποδαπός), von allerlei Geschlecht, mannigfach, wie παντοῖος, H. h. Cer. 402; καρπός, Aesch. Spt. 339; γῆ, Eur. Hel. 532; νοσήματα, Ar. Nubb. 309; παντοδαποὶ στρατιῆς, wo Menschen von allerlei Art bunt durcheinander gemischt sind, Her. 7, 21, wie ἄνθρωποι, Plat. Hipp. mai. 282 c; καὶ πολλὰ ῥεύματα, Phaed. 112 e; ὄψεις, Theaet. 156 b; παντοδαπὸν γίγνεσθαι, wie παντοῖος, Rep. III, 398 a; Folgde. Einen superl. παντοδαπώτατος hat Hippocr., wie Isocr. 4, 45 nach Bekker; compar. παντοδαπώτερον Arist. H. A. 4, 2. – Adv. παντοδαπῶς, im Ggstz von ἁπλῶς, poet. b. Arist. eth. 2, 6; Plat. Parm. 129 e u. A.

Greek (Liddell-Scott)

παντοδᾰπός: -ή, -όν, (πᾶς) σχεδὸν ὡς τὸ παντοῖος, ὁ παντὸς γένους ἢ εἴδους, ἄνθεα, καρπὸς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 402, Αἰσχύλ. Θήβ. 357, κτλ.· παντοδαπᾶς ἐπὶ γᾶς Εὐρ. Ἑλ. 525· π. ἱστορία, ποικίλη, Διογ. Λ. 5. 5· ― ἐν τῷ πληθ., πολλοὶ καὶ π. Ἡρόδ. 9. 84· πανταδαποὶ τῆς στρατιῆς = π. στρατιῶται, ὁ αὐτ. 7. 22· ἐκ πάσης χώρας, ποδαπῶς εἶ; ἀπόκρισις, παντοδαπός, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 8· ― περιφρονητικῶς, δοῦλοι καὶ ξένοι π. Ἀνδοκ. 22. 30· πολλὴ καὶ π. ἄγνοια Πλάτ. Σοφιστ. 228Ε· ― συγκρ. -ώτερος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 2· ― ὑπερθ. -ώτατος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 286, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 315· ― Ἐπίρρ. -πῶς, κατὰ πάντα δυνατὸν τρόπον, ἐσθλοὶ μὲν γὰρ ἁπλῶς, π. δὲ κακοὶ Ποιητὴς ἐν Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 2. 6, 14, πρβλ. Πλάτ. Παρμ. 129Ε, κτλ. 2) παντοδαπὸς γίγνεται, = παντοῖος γίγνεται, λαμβάνει παντοῖα σχήματα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 289, Πλάτ. Πολ. 398Α· π. γίγνει στρεφόμενος ἄνω καὶ κάτω ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 541Ε. (Ἴδε ἐν λ. ποδαπός.)

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 de tout pays, de toute famille, de toute sorte;
2 qui prend toutes sortes de formes.
Étymologie: πᾶς, -δαπος, cf. ποδαπός.

English (Slater)

παντοδᾰπός
   1of all kinds παντοδαποῖσιν ξένοις (O. 8.26) Ἀσκλαπιόν, ἥροα παντοδαπᾶν ἀλκτῆρα νούσων (P. 3.7) ἀντὶ μόχθων παντοδαπῶν ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν (I. 1.46) παντοδαπῶν ἀνέμων ῥιπαῖσιν fr. 33d. 2. ὦ μάκαρ, ὅν τε μεγάλας θεοῦ κύνα παντοδαπὸν καλέοισιν Ὀλύμπιοι (sc. Πάν: v. Πάν: cf. παμφυές, Epid. Hymn., 2. 2, 9 Maas) fr. 96. 2.