μῆδος

From LSJ
Revision as of 12:28, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1_repeat)

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῆδος Medium diacritics: μῆδος Low diacritics: μήδος Capitals: ΜΗΔΟΣ
Transliteration A: mē̂dos Transliteration B: mēdos Transliteration C: midos Beta Code: mh=dos

English (LSJ)

(B), εος, τό, Ep. Noun, only pl. μήδεα,

   A genitals, Od.18.67, 87, 22.476, Androm. ap. Gal.14.41; μ. φωτός Od.6.129, cf. Call.Fr. 50 P.; v. μέζεα. (In late Prose, Ant.Lib.17.6.)    2 urine, λαγόνων ἀπὸ μήδεα χεύῃ Opp.C.4.441.
μῆδος (A), εος, τό, (μέδω) poet. Noun, only in pl. μήδεα,

   A counsels, plans, arts, mostly with collat. notion of prudence or cunning, δόλους καὶ μ. πυκνά Il.3.202; βουλαὶ . . μ. τ' ἀνδρῶν 2.340; πεπνυμένα μ. εἰδώς 7.278, Od.2.38; πυκινὰ φρεσὶ μ. ἔχοντες Il.24.674; θεοῖς ἐναλίγκια μ. ἔχοντα Od.13.89; μάχης μ. plans of fight, Il.15.467, 16.120; μ. πατρός Hes.Th.398; μήδεσιν ἀμοῖς Pi.P.4.27, cf. 10.11; ἐπικότοισι μήδεσι A. Pr.601 (lyr.); σός τε πόθος σά τε μ. longing for thee and thy counsels, Od.11.202.

German (Pape)

[Seite 171] τό (vgl. μήδομαι), 1) Anschlag, Rathschlag, Beschluß, bes. alles klüglich, listig Ersonnene; ἐν πυρὶ δὴ βουλαί τε γενοίατο, μήδεά τ' ἀνδρῶν, Il. 2, 340; εἰδὼς παντοίους δόλους καὶ μήδεα πυκνά, 3, 202, öfter; auch πεπνυμένα μήδεα εἰδώς, 7, 278, u. sonst, geradezu Klugheit, Verschlagenheit, Ζεὺς ἄφθιτα μήδεα εἰδώς, 14, 88, der sich auf Rathschläge versteht, die er ausführt, die nicht untergehen; μήδεα μάχης, Entwürfe zur Schlacht, Schlachtplan, 15, 467. 16, 120; μήδεα eben so Pind. P. 4, 27. 10, 11; ἐπικότοισι μήδεσι δαμεῖσα, Aesch. Prom. 604; περιώσι' ἄφυκτά τε μήδεα ὑφαίνεται Αἶσα, Soph. frg. 604; sp. D. Auch σὰ μήδεα, Sorge um dich, Od. 11, 202. – 2) μήδεα φωτός, die männliche Schaam, Od. 6, 129, u. ohne den Zusatz, 18, 67. 87. 22, 476; Ant. Lib. 17. Vgl. μέζεα. – Bei Opp. Cyn. 4, 441 die Urinblase.

Greek (Liddell-Scott)

μῆδος: (Α), εος, τό· (μέδω)· ― Ἐπικ. οὐσιαστ., σχεδὸν πανταχοῦ ἐν τῷ πληθ. μήδεα, σχέδια, σκέψεις, βουλεύματα, τεχνάσματα, κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ τῆς ἐνυπαρχούσης ἐννοίας φρονήσεως ἢ πανουργίας, δόλους καὶ μήδεα Ἰλ. Γ. 202· βουλαί..., μήδεά τ’ ἀνδρῶν Β. 340· πεπνυμένα μ. εἰδὼς Η. 278, κτλ.· πυκινὰ φρεσὶ μ. ἔχοντες Ω. 674· θεοῖς ἐναλίγκια μ. ἔχοντα Ὀδ. Ν. 89· μάχης μ., σχέδια μάχης, Ἰλ. Ο. 467., Π. 120· οὕτω μήδεα πατρὸς Ἡσ. Θηρ. 398· μήδεσιν ἀμοῖς Πινδ. Π. 4. 46., 10. 16· ἐπικότοισι μήδεσι Αἰσχύλ. Πρ. 602 (Λυρ.) 2) φροντίδες, μέριμναι, σά τε μήδεα, ἡ περὶ σοῦ φροντίς, ἅπαξ παρ’ Ὁμ., Ὀδ. Λ. 202.

French (Bailly abrégé)

2ion. -εος, att. -ους (τό) :
parties de l’homme.
Étymologie: R. Μαδ, être humide - DELG 3 étym. problématiques.

English (Autenrieth)

(1), εος: only pl., μήδεα, plans, counsels.
(2), εος: pl., privy parts. (Od.)

English (Slater)

(μήδεσι(ν).)
   1 counsels, arts “ἐννάλιον δόρυ μήδεσιν ἀνσπάσσαντες ἁμοῖς” (Μήδεια speaks) (P. 4.27) ὁ μέν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν (P. 10.11) ἀγαυὸν καλάμῳ συνάγεν θρόον μήδεσί τε φρενὸς (Pae. 9.37) (θυγάτηρ) ἃν ἐπάσκησε μήδες [ι Παρθ. 2. 72.