οὔπω

From LSJ
Revision as of 12:37, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit

Menander, Monostichoi, 343
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὔπω Medium diacritics: οὔπω Low diacritics: ούπω Capitals: ΟΥΠΩ
Transliteration A: oúpō Transliteration B: oupō Transliteration C: oypo Beta Code: ou)/pw

English (LSJ)

or οὔ πω, Ion. οὔκω, Adv.

   A not yet, opp. οὐκέτι (no longer, no more), usu. with pres. or past (esp. pf., or aor. in pf. sense) tenses, Il.2.799, Od.13.335, Hes. Op.521, Sc.10, Pl.Prt.322b, Men.Epit.98, etc.; freq. with another word between, as οὐ γάρ πω Il.1.262, 2.192; so οὔ τί κω Hdt.6.110; οὔτι πω A.Pers.179, S.Aj.106, El.513 (lyr.), OC1370; οὐ πέφυκέ πω A.Pr.27, cf. Eu.590, etc.    2 sts. merely as a stronger form of the neg., not, not at all, when it may be used with the pres. or fut., σοὶ δ' οὔ πω . . θεοὶ κοτέουσιν Il.14.143, cf. 12.270, Od. 2.118, S.OT594; οὔ πω τλήσομ' . . ὁρᾶσθαι Il.3.306, cf. Od.5.358: with aor., A.Fr.241, S.OT105.

German (Pape)

[Seite 416] noch nicht, Hom., Hes. u. Folgde, gew. mit dem Präteritum, selten c. praes.; ll. 14, 143 Od. 2, 118. 3, 226. 11, 184. 13, 335. 23, 116; Tragg., οὔπω σωφρονεῖν ἐπίσταται Aesch. Prom. 984; vgl. Xen. An. 3, 2, 14; – c. fut., Od. 5, 358. – Oft werden die beiden Wörter getrennt (s. πώ). – Soph. O. R. 594 οὔπω τοσοῦτον ἠπατημένος steht für οὔπως.

Greek (Liddell-Scott)

οὔπω: ἢ οὔ πω, Ἰων. οὔκω, ἐπίρρ. ὄχι, ἀκόμη, Λατ. nondum, ἀντίθετ. τῷ οὐκέτι (ὄχι πλέον), ἀείποτε μετὰ παρῳχημ. χρόνων, Ὅμ., Ἡσ., κλ.· συχνάκις δὲ μετὰ παρεμβαλλομένης 6. 110· οὔτι πω Αἰσχύλ Πέρσ. 179, Σοφ., κτλ.· οὐ πέφυκέ πω Αἰσχύλ. Πρ. 27, πρβλ. Εὐμ. 590, κτλ.· - ἀντίθετ. τῷ πρίν, Ἡρόδ. 1. 32· ἴδε οὐδέποτε. 2) ἐνίοτε τίθεται ἁπλῶς ὡς ἰσχυρότερος τύπος τοῦ ἀρνητικοῦ, = οὐδόλως, οὐδαμῶς, ὅτε δύναται νὰ τίθηται μετ’ ἐνεστ. ἢ μέλλ., σοὶ δ’ οὔ πω.. θεοὶ κοτέουσιν Ἰλ. Ξ. 143, πρβλ. Μ. 270, Ὀδ. Β. 118, Σοφ. Ο. Τ. 105, 594· οὔ πω τλήσομ’.. ὁρᾶσθαι Ἰλ. Γ. 306, πρβλ. Ὀδ. Ε. 358.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 pas encore;
2 en aucune manière.
Étymologie: οὐ, πώ.

English (Autenrieth)

not yet, by no means.

English (Slater)

οὔπω
   1 not... yet φαντὶ δ' ἀνθρώπων παλαιαὶ ῥήσεις οὔπω ἐν πελάγει Ῥόδον ἔμμεν (O. 7.55) ἀντεβόλησεν τῶν ἀνὴρ θνατὸς οὔπω τις πρότερον (O. 13.31) ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δ οὔπω (P. 12.32) οὔπω γένυσι φαίνων τερείνας ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν (N. 5.6) καί μιν οὔπω τεθναότ (N. 10.74)

English (Slater)

οὔπω
   1 not... yet φαντὶ δ' ἀνθρώπων παλαιαὶ ῥήσεις οὔπω ἐν πελάγει Ῥόδον ἔμμεν (O. 7.55) ἀντεβόλησεν τῶν ἀνὴρ θνατὸς οὔπω τις πρότερον (O. 13.31) ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δ οὔπω (P. 12.32) οὔπω γένυσι φαίνων τερείνας ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν (N. 5.6) καί μιν οὔπω τεθναότ (N. 10.74)