πόθος

From LSJ
Revision as of 13:07, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund

Menander, Monostichoi, 446
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόθος Medium diacritics: πόθος Low diacritics: πόθος Capitals: ΠΟΘΟΣ
Transliteration A: póthos Transliteration B: pothos Transliteration C: pothos Beta Code: po/qos

English (LSJ)

ὁ,

   A longing, yearning, regret (for something absent or lost, cf. Pl.Cra.420a), mostly c. gen. obj., ἡνιόχοιο π. Il.17.439; ἀλλά μ' Ὀδυσσῆος πόθος αἴνυται Od.14.144; γλυκὺν π. Ἀργοῦς Pi.P.4.184; ἀνδρῶν πόθῳ A.Pers.133(lyr.), cf. Ag.414(lyr.); τοῦ βίου δ' οὐδεὶς π. S.El.822; ἔλαβε [αὐτοὺς] π. . . τῆς πόλιος Hdt.1.165; ἀποθανόντος αὐτοῦ π. ἔχειν πάντας Id.3.67, cf. S.Ph.646, Ar.Ra.66: with a possess. Pron., σὸς π. yearning after thee, Od.11.202, cf. Ar.Pax585; τὠμῷ π. S.OT969, cf. OC419: less freq. abs., τίς ὁ π. αὐτοὺς ἵκετ'; Id.Ph. 601; σὺν πόθῳ γὰρ ἡ χάρις desire to give, Id.OC1106: pl., πότερα πόθοισι; was it by reason of longing? ib.333; τὰς ἐν τοῖς θρήνοις καὶ π. ἡδονάς Pl.Phlb.48a.    II love, desire, Hes.Sc.41 (who never uses ποθή), A.Pr.654, S.Tr.107(lyr.), 368, Men.Sam.279, Theoc.2.143, etc.; πόθου κέντρα Pl.Phdr.253e; τὸν π. τὸν ἐξ ἐμοῦ S.Tr.631: generally, desire, πόθῳ θανεῖν (i.e. τοῦ θανεῖν) E.Andr.824; π. γυναικός Ar.Ra. 55.    2 personified, A.Supp.1039(lyr.), where Π. and Πειθώ are children of Κύπρις; Ἔρως καὶ Ἵμερος καὶ Π. Paus.1.43.6; Κύπρι Πόθων μῆτερ AP10.21 (Phld.).    III name of two plants, larkspur, Delphinium Ajacis, and asphodel, Asphodelus ramosus (used at funerals), Thphr.HP6.8.3. (ποθέω, ποθή, πόθος are cogn. with θέσσασθαι, q.v.)

German (Pape)

[Seite 645] ὁ, Wunsch, Verlangen, Sehnsucht wonach, τινός, Hom. ἀλλά μ' Ὀδυσσῆος πόθος αἴνυται, Od. 14, 144, u. öfter; Pind. P. 4, 184; πόθῳ στένεται μαλερῷ, Aesch. Pers. 62. 130 u. öfter, τίςπόθος αὐτοὺς ἵκετο, Soph. Phil. 601; ὅτου σε χρεία καὶ πόθος μάλιστ' ἔχει, 642, u. öfter; διὰ πόθου ἐλήλυθας, Eur. Phoen. 387; κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον, Hipp. 526; πόθον ἔχων θυγατρός, I. A. 431 u. öfter; Ar. Par 573 u. sonst; u. in Prosa: ἀποθανόντος αὐτοῦ πόθον ἔχειν πάντας, Her. 3, 67; Xen. Cyr. 2, 1, 28, bes. Liebesverlangen, verliebte Sehnsucht, Hes. Sc. 41; ἐς πόθον ἤνθομες ἄμφω, Theocr. 2, 143; u. oft in der Anth., z. B. Philodem. 1 (V, 24); ἀρσενικός, M. Arg. 1 (V, 116); οἱ πόθοι, = ἔρωτες, Anacr. 13, 20, auch personificirt; im sing., Luc. D. D. 20 E. – Bei Theophr. auch eine Blumenart, die man auf Gräber pflanzte.

Greek (Liddell-Scott)

πόθος: ὁ, ἐπιθυμία σφοδρά, ἐπιθυμία μετὰ στοργῆς ἢ λύπης (διά τι ἀπὸν ἢ ἀπολωλός), ἐπιπόθησις, Λατ. desiderium (πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 420Α), Ὅμ. (ὅστις προτιμᾷ τὸν τύπον ποθή), Ἡρόδ., Πίνδ., Ἀττ.· π. ἱκνεῖταί τινα Σοφ. Φιλ. 601· αἰτεῖς ἃ τεύξει· σὺν πόθῳ γὰρ ἡ χάρις, τὸ δῶρον συνοδεύεται μὲ ἐπιθυμίαν τοῦ δωρεῖσθαι, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1106. 2) μετὰ γεν· ἀντικειμ., π. ἡνιόχοιο Ἰλ. Ρ. 439· ἀλλά μ’ Ὀδυσσῆος πόθος αἴνυται Ὀδ. Ξ. 144· γλυκὺν π. Ἀργοῦς Πινδ. Π. 4. 327· ἀνδρῶν πόθῳ Αἰσχύλ. Πέρσ. 133, πρβλ. Ἀγ. 414· τοῦ βίου δ’ οὐδεὶς π. Σοφ. Ἠλ. 822· ἔλαβε [αὐτοὺς] πόθος… τῆς πόλιος Ἡρόδ. Ι. 165· ἀποθανόντος αὐτοῦ πόθον ἔχειν πάντας ὁ αὐτ. 3. 67, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 646, Ἀριστοφ. Βατρ. 66· οὕτω μετὰ κτητικῆς ἀντωνυμ., σὸς πόθος, ὁ πρὸς σὲ πόθος, Ὀδ. Λ. 202, πρβλ. Ἀριστ. Εἰρ. 585· τοὐμῷ π. Σοφ. Ο. Τ. 969, πρβλ. Ο. Κ. 419· ― πότερα πόθοισι; ἕνεκα πόθου ἆρά γε; αὐτόθι 332· τὰς ἐν τοῖς θρήνοις καὶ πόθοις ἡδονὰς Πλάτ. Φίληβ. 48Α. ΙΙ. σφοδρὰ ἐρωτικὴ ἐπιθυμία, τοῖος γὰρ κραδίην πόθος αἴνυτο ποιμένα λαῶν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 41 (ὅστις οὐδαμοῦ χρῆται τῷ τύπῳ ποθή), Αἰσχύλ. Πρ. 654, Σοφ. Τρ. 107, 368, Θεόκρ. 2. 143, κτλ.· πόθου κέντρα Πλάτ. Φαῖδρ. 253Ε· τὸν π. τὸν ἐξ ἐμοῦ Σοφ. Τρ. 631· ― καθόλου, ἐπιθυμία, πόθῳ θανεῖν (δηλ. τοῦ θανεῖν) Εὐρ. Ἀνδρ. 824· π. γυναικὸς Ἀριστοφ. Βάτρ. 55. 2) προσωποποιεῖται ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1040, ἔνθα ὁ Πόθος καὶ ἡ Πειθὼ εἶναι τέκνα τῆς Κύπριδος· Ἔρως καὶ Ἵμερος καὶ Π. Παυσ. 1. 43, 6· Κύπρι Πόθων μῆτερ, τὸ τοῦ Ὁρανίου mater saeva Cupidinum, Ἀνθ. Π. 10. 21. ΙΙΙ. εἶδος φυτοῦ ὅπερ ἐφυτεύετο ἐπὶ τάφων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 8, 3.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. désir d’une chose éloignée ou absente ; regret : τινός, de qqn ou de qch ; τὠμῷ πόθῳ SOPH par le regret qu’on aura de moi ; σὸς πόθος OD le regret que j’avais de toi;
II. désir passionné :
1 désir sensuel, amour ; ὁ Πόθος, le Désir personnifié;
2 désir (en gén. de la mort, etc.).
Étymologie: R. Πετ, voler vers ; cf. lat. peto ; sur le θ = lat. t, cf. πάθος et patior, λανθάνω et lateo.

English (Autenrieth)

=ποθή, σὸς πόθος, ‘yearning for thee,’ Od. 11.202.