ἄμβροτος

From LSJ
Revision as of 13:56, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμβροτος Medium diacritics: ἄμβροτος Low diacritics: άμβροτος Capitals: ΑΜΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: ámbrotos Transliteration B: ambrotos Transliteration C: amvrotos Beta Code: a)/mbrotos

English (LSJ)

ον, also η, ον Pi.Fr.75.17, Tim.Fr.7: (v. βροτός):— poet. Adj.

   A immortal, divine, of persons as well as things, θεὸς ἄ. Il. 20.358, Od.24.445, Pi.N.10.7; θεά A.Eu.259 (lyr.); ἄμβροτε Φάμα, of an oracle, S.OT158 (lyr.).    2 epith. of all belonging to the gods, αἷμα Il.5.339; ἵπποι 16.381; τεύχεα 17.194, κρήδεμνον Od.5.347; ἱστός 10.222; νύξ 11.330:—also Pythag., = five, Theol.Ar.32.

German (Pape)

[Seite 119] unsterblich (= ἄβροτος, das μ des Wohllautes halber eingeschaltet); fem. ἀμβρότη Pind. fr. 46, νὺξ ἄμβροτος Hom. Od. 11. 330; θεός Iliad. 20, 358. 22, 9. 24, 460 Od. 24, 445; alles was Göttern gehört oder von ihnen herrührt, αἷμα Iliad. 5, 339. 870; εἵματα Iliad. 16, 670. 680 Od. 7, 260. 265. 24, 59; κρήδεμνον Od. 5, 347; τεύχεα Iliad. 17, 194. 202; ἵπποι 16, 381. 867; ἱστός Od. 10, 222; δῶρα Od. 18. 191; Od. 8, 365 ἔνθα δέ μιν Χάριτες λοῦσαν καὶ χρῖσαν ἐλαίῳ ἀμβρότῳ, οἷα θεοὺς ἐπενήνοθεν αἰὲν ἐόντας, vgl. ἀμβροσία, ἀμβρόσιος; – Od. 11, 330 νὺξ ἄμβροτος, vgl. ἄβροτος, ἀμβρόσιος; – θεός Pind. N. 10, 7; θεῶν πραπίδες I. 7, 30; θεά Aesch. Eum. 249; Ἀθάνα Soph. O. R. 159; φάμα Soph. O. R. 158; ἔπεα Ant. 1121. Bei Sp. Ep. übh. = schön, Anthol.; Mosch. 2, 91 ὀδμή.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμβροτος: -ον, ὡσαύτως η, ον, Πινδ. Ἀποσπ. 3. 15, Τιμόθ. Διθ. 5 (ἴδε ἐν λ. μορτός): ― ποιητ. ἐπίθ. ὅμοιον τῷ ἐξ αὐτοῦ ἐπεκταθέντι ἀμβρόσιος, ἀθάνατος, θεῖος, μόνον ὅ,τι εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ προσώπων ὡς καὶ ἐπὶ πραγμάτων, θεὸς ἄμβροτος Ἰλ. Υ. 358, Ὀδ. Ω. 444, Πινδ. Ν. 10. 11, θεὰ Αἰσχύλ. Εὐμ. 259 (λυρ.)· ἄμβροτε Φάμα, περὶ τοῦ χρησμοῦ, Σοφ. Ο. Τ. 158 (λυρ.). 2) νὺξ ἄμβροτος, ὅμοιον τῷ ἀμβροσίη νὺξ Ὀδ. Λ. 330: ― ἀκολούθως ἐπὶ παντὸς πράγ. ἀνήκοντος τοῖς θεοῖς, ἄμβροτον αἷμα Ἰλ. Ε. 339· κρήδεμνον Ὀδ. Ε 347· ἵπποι Ἰλ. Π. 381· τείχεα Ρ. 194, κτλ.: πρβλ. ἄβροτος

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 immortel, de nature divine;
2 qui concerne les immortels, des dieux;
3 procuré par les dieux : νὺξ ἄμβροτος OD la nuit divine.
Étymologie: ἀ, *μβροτός > βροτός.

English (Autenrieth)

(βροτός): immortal, divine; θεός, Il. 20.358, and like ἀμβρόσιος (αἷμα, τεύχεα, νύξ, Od. 11.330).

English (Slater)

ἄμβροτος, -α -ον
   1 immortal Διομήδεα δ' ἄμβροτον ξανθά ποτε Γλαυκῶπις ἔθηκε θεόν (N. 10.7) ἀλλ' οὔ σφιν ἄμβροτοι τέλεσαν εὐνὰν θεῶν πραπίδες (I. 8.30) ]ἐλαύνεις ἀν' ἀμβροτ[ (Pae. 3.16) λεχέων ἐπ ἀμβρότων[ (Pae. 6.140) τότε βάλλεται, τότ ἐπ ἀμβρόταν χθόν ἐραταὶ ἴων φόβαι fr. 75. 16.