θυγάτηρ

From LSJ
Revision as of 13:58, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠγάτηρ Medium diacritics: θυγάτηρ Low diacritics: θυγάτηρ Capitals: ΘΥΓΑΤΗΡ
Transliteration A: thygátēr Transliteration B: thygatēr Transliteration C: thygatir Beta Code: quga/thr

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, gen. θυγᾰτέρος contr. θυγατρός; dat. θυγᾰτέρι, θυγατρί; acc. θυγᾰτέρα Ep.

   A θύγατρα Il.1.13; voc. θύγᾰτερ: nom. pl. θυγατέρες, Ep. and lyr. θύγατρες 9.144, Sapph.Supp.20a.16: gen. pl. -τέρων IG22.832.19, Pl.R.461c, poet. -τρῶν: dat. pl. -τράσι Ep. -τέρεσσι Il.15.197; both sets of forms are found in poetry, θυγατρός, -τρί, -τράσι are used in Prose:—daughter, Il.9.148,290, Od.4.4, etc.; θύγατρες ἵππων, of mules, Simon.7; θ. ταύρων, of bees, Philo Tars. ap. Gal.13.269: metaph., Μοισᾶν θυγατέρες, of Odes, Pi.N.4.3; πλάστιγξ ἡ χαλκοῦ θ. Critias 1.9D.; θ. Σειληνοῦ, of the vine, Jul. Caes.25; ψήφου συμβολικῆς θ., of a λάγυνος, AP6.248 (Marc. Arg.); of villages dependent on a city, LXXJd.1.27, 1 Ma.5.8.    II later, maidservant, slave, Phalar.Ep.142.3. [ῡ in Ep. in the longer forms, metri gr.] (Cf. Skt. duhitár-, Engl. daughter, etc.)

German (Pape)

[Seite 1221] die Tochter, Curtius Grundz. d. Gr. Et. 2. Aufl. S. 233; nach Prisc. 1. 6, 36 äol. θουγάτηρ; θυγατέρος u. θυγατρός, so auch dat. u. acc., voc. θύγατερ, plur. θύγατρες, Il. 9, 144; in Prosa im gen. u. dat. sing. nur die syncop. Formen; – von Hom. an überall; Pind. nennt N. 4, 3 seine Gesänge Töchter der Musen. Allgemeiner, ein Mädchen, Soph. O. R. 1101, ch.; auch wohl Magd, Lennep zu Phalar. p. 360. [Υ wird in allen viersylbigen Casus von den Ep. lang gebraucht.]

Greek (Liddell-Scott)

θῠγάτηρ: ἡ, γεν. θυγᾰτέρος, καὶ κατὰ συγκοπ. θυγατρός∙ δοτ. θυγᾰτέρι, θυγατρί∙ αἰτ. θυγᾰτέρα, καὶ Ἐπικ. θύγατρα∙ κλητ. θύγᾰτερ∙ ὁ Ὅμηρ. καὶ οἱ Ἀττ. ποιηταὶ χρῶνται ἀμφοτέροις τοῖς τύποις∙ παρὰ δὲ τοῖς πεζοῖς ἀπαντῶσι μόνον οἱ τρισύλλ. τύποι. τὸ υ γίνεται μακρὸν παρὰ τοῖς Ἐπικ. ποιηταῖς ἐν ταῖς τετρασυλλάβοις πτώσεσι χάριν τοῦ μέτρου.

French (Bailly abrégé)

θυγατρός (ἡ) :
dat. θυγατρί, acc. θυγατέρα, voc. θύγατερ;
pl. θυγατέρες, gén. θυγατέρων, dat. θυγατράσι (épq. θυγατέρεσσιν), acc. θυγατέρας (épq. θύγατρας);
fille (lat. filia).
Étymologie: cf. all. Tochter, angl. daughter.

English (Autenrieth)

gen. θῦγατέρος and θυγατρός: daughter.

English (Slater)

θυγᾰτηρ (-τηρ, -τρός, -τρί, -τέρι, -τρα, -τέρα, -τηρ, -τερ; -τρες.)
   1 daughter ἀναβάλλεται γάμον θυγατρός Hippodameia (O. 1.81) Λατοῦς ἱπποσόα θυγάτηρ Artemis (O. 3.26) ὠκεανοῦ θύγατερ Καμάρινα (O. 5.2) Ἑρμᾶ δὲ θυγατρὸς Ἀγγελίας (O. 8.81) Θέμις θυγάτηρ τέ οἱ Εὐνομία (O. 9.15) θύγατρ' ἀπὸ γᾶς Ἐπειῶν Ὀπόεντος Protogeneia (O. 9.58) θυγάτηρ Ἀλάθεια Διός (voc., cf. Kambylis, Anredeformen, 139̆{1}) (O. 10.3) ὑπεροχωτάτᾳ πρέπεν Οὐρανιᾶν θυγατέρι Κρόνου Hera (P. 2.39) εὐίππου Φλεγύα θυγάτηρ Koronis (P. 3.8) τὸν μὲν (sc. Κάδμον) ὀξείαισι θύγατρες ἐρήμωσαν πάθαις εὐφροσύνας μέρος αἱ τρεῖς Ino, Semele, Agaue (P. 3.97) “Εὐρώπα Τιτυοῦ θυγάτηρ” (P. 4.46) τὰν Ἐπιμαθέος ἄγων ὀψινόου θυγατέρα Πρόφασιν (P. 5.28) Ἡσυχία, Δίκας ὦ μεγιστόπολι θύγατερ (P. 8.2) Κρέοισ' Γαίας θυγάτηρ (P. 9.17) πατὴρ δὲ θυγατρὶ φυτεύων κλεινότερον γάμον daughter of Antaios (P. 9.111) ἄρχε δ' οὐρανοῦ πολυνεφέλα κρέοντι, θύγατερ, δόκιμον ὕμνον (ἄρχε δ, οὐρανοῦ πολυνεφέλᾳ κρέοντι θύγατερ Boeckh e Σ: the Muse.) (N. 3.10) ἀγλαόκολπον Νηρέος θύγατρα Thetis (N. 3.57) πατρὸς οὕνεκα δίδυμαι γένοντο θύγατρες Ἀσωπίδων ὁπλόταται Theba, Aigina (I. 8.17) “Νηρέος θυγάτηρThetis (I. 8.42) Οὐρανοῦ τ' εὐπέπλῳ θυγᾰτρὶ Μναμοσύνᾳ Πα. 7B. 15. ]Κοίου θυγάτηρ π[ Asteria Πα. 7B. 44. ἀγανόφρων Κοίου θυγάτηρ Leto. (Pae. 12.13) τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδοῦ daughter of Andaisistrota, and/or Pagondas. Παρθ. 2. 68. met., αἱ δὲ σοφαὶ Μοισᾶν θύγατρες ἀοιδαὶ θέλξαν νιν ἁπτόμεναι (Er. Schmid: θυγατέρες codd.) (N. 4.3) πόντου θύγατερ Delos fr. 33c. 3. κλῦθ' Ἀλαλὰ πολέμου θύγατερ fr. 78. 1. frag. ]δε θυγατερ[ fr. 111. 8.