ἀφαυρός

From LSJ
Revision as of 13:58, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφαυρός Medium diacritics: ἀφαυρός Low diacritics: αφαυρός Capitals: ΑΦΑΥΡΟΣ
Transliteration A: aphaurós Transliteration B: aphauros Transliteration C: afavros Beta Code: a)fauro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A feeble, powerless, ἠΰτε παιδὸς ἀφαυροῦ Il.7.235, cf. Nic.Th.198; dim, Arat.256; almost always Comp. and Sup., σέο πολλὸν ἀφαυρότερος Il.7.457; ἵνα μή οἱ ἀφαυρότερον βέλος εἴη 12.458; οὔ μιν ἀφαυρότατος βάλ' Ἀχαιῶν 15.11, cf. Od.20.110, Hes.Op.586, Pi.P.4.272 (Comp.), Theoc.21.49 (Comp.); ἀνδρὸς γηρέντος πολλὸν -ότερος Xenoph.9, etc.; ῥείθρων ἀφαυροτέρην, of a bridge, too weak to resist the stream, Epigr.Gr.1078.6 (Adana): so in Prose, σιτία -ότερα less nutritious, Hp.Mul.1.67; [κενεὼν] -ότατόν ἐστι X.Eq.12.8; Posit., Democr.285, Ti.Locr.102c, Arist.EN1101b2, Hymn.Is. 122. Adv. -ρῶς AP6.267 (Diotim.): Comp. -ότερον, τροχάει Arat. 227.

German (Pape)

[Seite 407] (vgl. παῦρος, φαῦλος), kraftlos, schwach, παῖς Il. 7, 235; φώς Soph. O. C. 1022, wo die codd. ἀμαυρός haben; so Tim. Locr. 102 c; vgl. Arist. Nic. 1, 11, 5; compar., ἀφαυρότερος χεῖράς τε μένος τε Iliad. 7, 457; superl., ἀφαυροτάτη Odyss. 20, 110; Iliad. 15, 11 ἐπεὶ οὔμιν ἀφαυρότατος βάλ' Ἀχαιῶν, Scholl. Aristonic. ὅτι τὸ ἐναντίον ὑπακουστέον, ἀλλ' ἰσχυρότατος· οὐ γὰρ ἐκ πλήρους ἀποδέδωκεν, ὡς ἐπὶ τοῦ »δὸς φίλος, οὐ γάρ μοι δοκέεις ὁ κάκιστος, Ἀχαιῶν ἔμμεναι ἀλλ' ὤριστος (Od. 17. 415)«; eben so wird der comparat. mit μή gebraucht Iliad. 12, 458 ἐρεισάμενος βάλε μέσσας, εὖ διαβάς, ἵνα μή οἱ ἀφαυρότερον βέλος εἴη. Scholl. Aristonic. ὅτι ἐκ τοῦ ἐναντίου τὸ ἐναντίον ἡρμήνευκεν; vgl. Lehrs Aristarch. p. 14 Sengebusch Offener Brief an Rost S. 12 s. – Auch Sp. – Die Alten leiten es von αὕω, ἀφαύω ab.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφαυρός: -ά, -όν, ἄνευ σθένους, ἀδύνατος, ἠΰτε παιδὸς ἀφαυροῦ Ἰλ. Η. 235· ἀλλ’ ὁ Ὅμ. ὡς καὶ ἄλλοι ποιηταὶ μεταχειρίζονται αὐτὸ σχεδὸν μόνον ἐν τῷ συγκρ. καὶ ὑπερθ., σέο πολλὸν ἀφαυρότερος αὐτόθι 457· ἵνα μή οἱ ἀφαυρότερον βέλος εἴη Μ. 458· οὔ μιν ἀφαυρότατος βάλ’ Ἀχαιῶν Ο. 11, πρβλ. Ὀδ. Υ. 11, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 584, Πίνδ., κτλ.· ῥείθρων ἀφαυροτέρην, ἐπὶ γεφύρας μὴ ἀρκούντως ἰσχυρᾶς, ὥστε νὰ ἀντιστῇ εἰς τὴν ὁρμὴν τοῦ ῥεύματος, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1078. 6· οὕτω παρὰ πεζοῖς, Ξεν. Ἱππ. 22. 8· ἀλλὰ τὸ θετικ. ἀπαντᾷ παρὰ Τιμ. Λοκρ. 102C. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 11, 5. ‒ Ἐπίρρ. ἀφαυρῶς Ἀνθ. Π. 6. 267. (Πιθ. = φαῦρος, ὅ ἐ. φαῦλος, φλαῦρος μετὰ α εὐφων.· πρβλ. ἀμαυρός).

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
frêle, débile;
Cp. ἀφαυρότερος, Sp. ἀφαυρότατος.
Étymologie: ἀφαύω.

English (Autenrieth)

-ότερος, -ότατος: insignificant, weakly, Il. 7.235, Od. 20.110.

English (Slater)

ᾰφαυρός
   1 feeble pro subs. ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι καὶ ἀφαυροτέροις (P. 4.272)

English (Slater)

ᾰφαυρός
   1 feeble pro subs. ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι καὶ ἀφαυροτέροις (P. 4.272)