ἐπιχθόνιος

From LSJ
Revision as of 13:59, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχθόνιος Medium diacritics: ἐπιχθόνιος Low diacritics: επιχθόνιος Capitals: ΕΠΙΧΘΟΝΙΟΣ
Transliteration A: epichthónios Transliteration B: epichthonios Transliteration C: epichthonios Beta Code: e)pixqo/nios

English (LSJ)

ον, Ep. Adj., (χθών)

   A upon the earth, earthly, freq. in Hom., as epith. of ἄνθρωποι, ἄνδρες, βροτοί, Od.8.479, Il.1.266,272 : abs., ἐπιχθόνιοι earthly ones, men on earth (cf. χαμαί), opp. ἐπουράνιοι θεοί, 24.220, cf. Pi.O.6.50, B.4.15, etc.; so ἐ. γένος ἀνδρῶν Pi.Fr. 213.3 ; ἐ. δαίμονες who haunt the earth, Hes.Op.123.    2 in pl., natives of a country, D.P.459,1093.    3 terrestrial, opp. marine, ἑρπετόν Opp.H.2.425.

German (Pape)

[Seite 1004] auf der Erde, irdisch, ἄνθρωποι Od. 8, 479; ἄνδρες Il. 1, 266; ohne Zusatz, οἱ ἐπιχθόνιοι, die Irdischen, die Menschen, im Ggstz der ἐπουράνιοι θεοί. Bei Hes. O. 122 δαίμονες, die Schutzgeister der Menschen auf der Erde; Pind. oft von den Menschen; auch sp. D.; = αὐτόχθων, D. Per. 1093. – Bei Sp. auch 3 Endgn.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχθόνιος: -ον, καὶ βραδύτερον α, ον· (χθών): - Ἐπικ. ἐπίθ., ἐπὶ τῆς γῆς, γήϊνος, συχν. παρ’ Ὁμ., ὡς ἐπίθ. τῶν θνητῶν, ἄνθρωποι, ἄνδρες, βροτοὶ Ὀδ. Θ. 479, Ἰλ. Α. 266, 272· καὶ ἀπολ., ἐπιχθόνιοι, γήϊνοι, ἄνθρωποι ἐπίγειοι (πρβλ. χαμαί), ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἐπουράνιοι θεοὶ Ω. 220· οὕτως, ἐπ. γένος ἀνθρώπων Πινδ. Ἀποσπ. 232. 3: ― ἐπ. δαίμονες, οἱ θαμίζοντες εἰς τὴν γῆν, Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 122, Βακχυλ. 4. 15 κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ ζῶν εἰς τὰ μεσόγαια μέρη, Διον. Περιηγ. 459, 1093.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
qui vit sur la terre ; οἱ ἐπιχθόνιοι IL les habitants de la terre, les hommes.
Étymologie: ἐπί, χθών.

English (Autenrieth)

(χθών): upon the earth, earthly, epith. of men, mortals, as opp. to gods; subst., dwellers upon earth, Il. 24.220, Od. 17.115.

English (Slater)

ἐπιχθόνιος
   1 mortal ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν (-ίων v. l.) fr. 213. 3. pro subs., περὶ θνατῶν δ' ἔσεσθαι μάντιν ἐπιχθονίοις ἔξοχον (O. 6.50) ὤπασε τέχναν πᾶσαν ἐπιχθονίων Γλαυκῶπις κρατεῖν (O. 7.51) σύμβολον δ' οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν εὗρεν (O. 12.7) κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον ὄμμα (N. 10.62) Αἰακὸν βαρυσφαράγῳ πατρὶ κεδνότατον ἐπιχθονίων (I. 8.23)