ἀνακρίνω
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
English (LSJ)
A examine closely, interrogate, esp. judicially, Παυσανίαν Th.1.95, cf. Antipho 2.1.9, Pl.Smp.201e; ἀ. τινὰ πόθεν ζῇ Diph.32.3; sound a person, LXX 1 Ki.20.12. 2 inquire into, ἀ. τοὺς ἐργασαμένους Antipho 2.3.2; τὴν [αἰτίαν] Phld.Po.994 Fr.21, cf. Lib. p.21 O.:—Med., ἀ. ποινὰ τίς ἔσται what remedy there shall be, Pi.P. 4.63. II examine magistrates so as to prove their qualification, D.57.66 and 70. 2 of the magistrates, examine persons concerned in a suit, so as to prepare the matter for trial, And.1.101, Is.5.32; ὁ ἄρχων ἀνέκρινε πᾶσιν ὑμῖν καὶ ἀνακρίνας εἰσήγαγεν εἰς τὸ δικαστήριον D.48.31, cf. Arist.Ath.56.6:—Pass., ἀνεκρίθησαν αἱ ἀμφισβητήσεις D.48.23:—Med., οὐκ ἀνεκρίνατο ταύτην [τὴν γραφήν] he did not have it examined, of the prosecutor, Id.21.103, cf. 53.17. 3 generally, examine, μάρτυρας SIG953.46 (Calymna); τινά 1 Cor.9.3:—Med., Michel409.9 (Cos). 4 select, Ps.-Callisth.3.26. III in Med., abs., ἀνακρίνεσθαι πρὸς ἑωυτούς dispute, wrangle one with another, Hdt.9.56.
German (Pape)
[Seite 193] ausforschen, fragen, τινά, Plat. Conv. 201 e; Xen. u. sonst; untersuchen, Thuc. 1, 95; Plat. Legg. VI, 766 e; ὑπέρ τινος, Pol. 8, 19, 6; bes. von Rechtshändeln, wo δίκην zu ergänzen, ὁ ἄρχων ἀνέκρινε πᾶσιν ἡμῖν τοῖς ἀμφισβητοῦσι, καὶ ἀνακρίνας εἰσήγαγεν εἰς τὸ δικαστήριον, als eine vorläufige Prüfung der Klage, ehe sie vor den Richter kommt, Dem. 48, 31; vgl. Plat. Legg. IX, 879 e; dah. pass., zur Untersuchung gezogen werden, Antiph. II α 9; ἐπειδὴ ἀνεκρίθησαν πρὸς τῷ ἄρχοντι ἅπασαι αἱ ἀμφισβητήσεις καὶ ἔδει ἀγωνίζεσθαι ἐν τῷ δικαστηρίῳ Dem. 48, 43, nach beendigter Untersuchung kam es zu den Gerichtsverhandlungen. – Das med. wie act., befragen, Pind. P. 4, 63; οὐδ' ἀνεκρίνατο τὴν γραφὴν ὁ συκοφάντης, er ließ die Sache nicht vorläufig untersuchen, Dem. 21, 103; aber πρὸς ἑαυτοὺς ἀνακρινομένους ἠὼς κατελάμβανε, die mit einander Rechtenden, Her. 9, 56.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακρίνω: [ῑ]: μέλλ. -ῐνῶ (ἴδε κρίνω): - ἐξετάζω διὰ παντοίων ἐρωτήσεων ὅπως εὕρω τὴν ἀλήθειαν, ἀνακρίνω, ὡς καὶ νῦν, Παυσανίαν Θουκ. 1. 95, πρβλ. Ἀντιφῶντα 116. 6, Πλάτ. Συμπ. 201Ε· ἀν. τινὰ πόθεν ζῇ Δίφιλ. ἐν «Ἐμπόρῳ» 1. 2) ἐξετάζω, ἐρευνῶ περί τινος γεγονότος, ἀν. τοὺς ἐργασαμένους, ἐρευνῶ, ζητῶ νὰ εὕρω τίς εἶναι ὁ αὐτουργὸς τῆς πράξεως, Ἀντιφῶν 118. 10: - Μέσ., ἀν. ποινὰ τίς ἔσται, ποία θεραπεία θὰ ὑπάρξῃ, Πινδ. Π. 4. 111. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις ἐν χρήσει διττῶς ὡς τεχνικὸς ὅρος: 1) ἐξετάζω τοὺς ἄρχοντας ἵνα γνωρίσω εἰ ἔχουσι τὰ ἀπαιτούμενα προσόντα, Δημ. 1319. 21., 1320, 18, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 374-5, καὶ ἴδε τὴν λέξ. δοκιμασία. 2) ἐπὶ τῶν ἀρχόντων, ἐξετάζω πρόσωπα ἐνδιαφερόμενα εἴς τινα δίκην, ἵνα οὕτως ἑτοιμάσω τὴν ὕλην διὰ τὴν δίκην (ἴδε εἰσαγωγεὺς ΙΙ.), Ἀνδοκ. 13. 35, Ἰσαῖος 54. 11, Δημ. 1175. 28· τὸν ἄρχοντα ἀνακρίναντα εἰσάγειν [τὴν δίκην] Ἀριστ. Ἀποσπ. 382: - Μέσ., οὐκ ἀνεκρίνατο ταύτην [τὴν γραφήν], δὲν τὴν ἐξήτασεν, ἐπὶ τοῦ κατηγόρου, Δημ. 548. 1, πρβλ. ἀνάκρισις. ΙΙΙ. ἐν μέσ. φωνῇ, ἀπολ., ἀνακρινομένους πρὸς ἑωυτούς, συζητοῦντας πρὸς ἀλλήλους, Ἡρόδ. 9. 56.
French (Bailly abrégé)
f. ἀνακρινῶ, etc.
1 examiner, interroger : ἀν. τί τινα demander qch à qqn;
2 interroger en justice, instruire, acc.;
Moy. ἀνακρίνομαι se disputer : πρὸς ἑαυτούς HDT les uns les autres.
Étymologie: ἀνά, κρίνω.
English (Slater)
ἀνακρῑνω med.,
1 ask enquire (Βάττον) δυσθρόου φωνᾶς ἀνᾰκρινόμενον ποινὰ τίς ἔσται (P. 4.63)
English (Slater)
ἀνακρῑνω med.,
1 ask enquire (Βάττον) δυσθρόου φωνᾶς ἀνᾰκρινόμενον ποινὰ τίς ἔσται (P. 4.63)