ἰοχέαιρα

From LSJ
Revision as of 14:12, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίωςdeath is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰοχέαιρα Medium diacritics: ἰοχέαιρα Low diacritics: ιοχέαιρα Capitals: ΙΟΧΕΑΙΡΑ
Transliteration A: iochéaira Transliteration B: iocheaira Transliteration C: iocheaira Beta Code: i)oxe/aira

English (LSJ)

ἡ, (ἰός A)

   A arrow-pourer, shooter of arrows, epith. of Artemis, Il.5.53, etc.; ἰ. παρθένος Pi.P.2.9: as Subst., Ἰοχέαιρα Il.21.480, Od. 11.198, Schwyzer 758 (vi B.C.), IG14.1389i53; later ἰ. φαρέτρα AP 6.9 (Mnasalc.).    II (ἰός B) poison-shedding, of serpents, Nic.Fr. 33. (-χέϝαιρα from χέω, not as expld. by Apollon.Lex. etc. from χαίρω.) [ῑ as in ἰός: yet ῐ in Pi.l.c.]

German (Pape)

[Seite 1257] ἡ, 1) Beiwort der Artemis, Iliad. 5, 53, die pfeilfrohe, besser wohl die Pfeile ausgießende, Pfeile schießende, vgl. Iliad. 15, 590 ἐπὶ δὲ Τρῶές τε καὶ Ἕκτωρ ἠχῇ θεσπεσίῃ βέλεα στονόεντα χέοντο; ohne den Namen Artemis Iliad. 21, 480 Odyss. 11, 198, vgl. vs. 172; – Pind. P. 2, 9 [wo ι kurz ist]; φαρέτρα Mnasale. 6 (VI, 9). – 2) Beiw. der Schlange, die giftfrohe, besser wohl die Gift ausgießende, Nic. bei Ath. III, 99 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἰοχέαιρα: ἡ, ἡ χέουσα, ἐκτοξεύουσα βέλη, ἐπίθετον τῆς Ἀρτέμιδος, Ἰλ. Ε. 53, κλ.· ὡσαύτως ὡς οὐσιαστ., Ἰοχέαιρα = Ἄρτεμις, Ἰλ. Φ. 480, Ὀδ. Λ. 198· - βραδύτερον, ἰοχ. φαρέτρα Ἀνθ. Π. 6. 9. ΙΙ. (ἰός ΙΙ. 2) ἡ χύνουσα ἰόν, δηλητήριον, «Νίκανδρος ὁ Κολοφώνιος ἰοχέαιραν τὴν ἀσπίδα τὸ ζῷον (εἶπε)» Ἀθήν. 99Β. (Τὸ δεύτερον μέρος τῆς λέξεως εἶναι: -χέϝαιρα, ἀναμφιβόλως ἐκ τῆς √ΧΕϜ ἤ ΧΕΥ, χέω, οὐχί, ὡς κοινῶς νομίζεται, ἐκ χαίρω). ῑ ὡς ἐν τῷ ἰός· ἀλλ’ ὅμως ῐ ἐν Πινδ. Π. 2. 16. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἰοχέαιρα· τοξοφόρος. ἤ ἰοὺς χέουσα. ἢ ἰσχυρά. ἢ βέλεσι χαίρουσα».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
adj. f.
qui lance des traits (Artémis) ; ἡ Ἰοχέαιρα IL la déesse qui lance des traits (Artémis).
Étymologie: ἰός, χέω.